Οι συνέπειες της μη έγκαιρης καταβολής του ασφαλίστρου
Από τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης ασφάλισης (άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2496/1997), βασική υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης είναι η έγκαιρη καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου και μάλιστα κατά τον τρόπο που αυτό έχει συμφωνηθεί (εφάπαξ ή τμηματικές καταβολές). Η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής παρέχει τη δυνατότητα στον ασφαλιστή να προβεί σε καταγγελία, γνωστοποιώντας στον λήπτη ότι η καθυστέρηση της καταβολής του ασφαλίστρου, πέραν του ενός μηνός από την κοινοποίηση της επιστολής-δήλωσης, θα έχει ως συνέπεια τη λύση της.
Από την περιέλευση της επιστολής-δήλωσης του ασφαλιστή προς τον λήπτη και με τη μη καταβολή από αυτόν των καθυστερημένων ασφαλίστρων εντός ενός μηνός από αυτή, επέρχεται η λύση της ασφαλιστικής σύμβασης.
Η δυνατότητα αυτή του ασφαλιστή, πέραν των νομικών συνεπειών της, που συνεπάγονται την απελευθέρωση του ασφαλιστή από την υποχρέωση συνέχισης της ασφαλιστικής κάλυψης και, συνακόλουθα, την απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος (αποζημίωσης) σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, επιβάλλεται προφανώς και για λόγους ουσιαστικούς, οι οποίοι αφορούν στην υποχρέωση διατήρησης συμβολαίων σε ισχύ, εφόσον για τα συμβόλαια αυτά έχει καταβληθεί το αναλογούν ασφάλιστρο. Η “δυνατότητα” αυτή προκύπτει ταυτόχρονα ως υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη διατήρησης της οικονομικής ευρωστίας του ασφαλιστή και βιωσιμότητας των ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων του. Γίνεται κατανοητό, συνεπώς, ότι είναι νόμιμη η απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος λήπτης δεν καλύπτει τη βασική συμβατική του υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου. Ταυτόχρονα όμως, και για την εξασφάλιση της προστασίας του λήπτη, ιδία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτός τυγχάνει να είναι και καταναλωτής, η τήρηση της τυπικότητας για τη νόμιμη καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης από τον ασφαλιστή είναι αναγκαία, έχοντας πάντα υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 2496/1997 παρ. 1 και 4, σύμφωνα με την οποία, εκτός αν ρητά ορίζεται άλλως από το νόμο αυτό, δεν είναι επιτρεπτός οποιοσδήποτε συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του λήπτη, του δικαιούχου ή του ασφαλισμένου, όπως και τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.
Κρίσιμο εν προκειμένω, για την ασφάλεια των συναλλαγών, είναι συνεπώς το χρονικό σημείο της περιέλευσης της δήλωσης του ασφαλιστή στον λήπτη, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, δεδομένου του γεγονότος ότι το χρονικό σημείο αυτό θα καθορίσει και το χρόνο λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης και συνεπώς και της απαλλαγής του ασφαλιστή από την ευθύνη για αποζημίωση, εφόσον έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου Αθηνών (ΕφΑθ 6015/2011, ΔΕΕ 2012, τεύχος 6, σελ. 573 επ.), «(…) Αν δεν καταβληθούν τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα εντός μηνός από την κοινοποίηση της έγγραφης καταγγελίας, τότε με τη συμπλήρωση αυτού επέρχεται η λύση της σύμβασης (βλ. ΑΠ 1488/2008 Nomos, ΑΠ 964/2003 ΔΕΕ 2003, 107). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης, είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλόμενου μέρους. η δε δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα, όχι απλώς από την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη. προς τον οποίο απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της. Για να παράγει τα αποτελέσματά της, είναι αναγκαία η περιέλευσή της στο νόμιμο παραλήπτη. απαιτείται δε να περιέχεται σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο ή επί αποδείξει. Σε περίπτωση συστημένης επιστολής μέσω των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ), δεν αρκεί η εγχείριση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως, από τον τελευταίο (χέρι με χέρι), οπότε εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης από μέρους του τού περιεχομένου της. Συνακόλουθα, δεν εξομοιώνεται με παράδοση της συστημένης επιστολής στον παραλήπτη η αποστολή της από τον αποστολέα και η επιστροφή της σε αυτόν από το Ταχυδρομείο με την ένδειξη «αζήτητο» ή «ανεπίδοτο» (βλ. ΑΠ 510/2009 Nomos, ΑΠ 1951/2006 ΝοΒ 2007, 1154)».
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ