Οι διαφορές στο Δίκαιο ασφαλιστικής σύμβασης
Δίκαιο ασφαλιστικής σύμβασης: Οι διαφορές στα κράτη μέλη και η επίδρασή τους
Aναμφίβολα, η επί δεκαετίες προσπάθεια με στόχο την εγκαθίδρυση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Ασφαλιστικής Αγοράς, η οποία επιδιώχθηκε μέσω του παράγωγου ευρωπαϊκού πλαισίου και της ενσωμάτωσής του στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, πέτυχε τη δημιουργία των θεμελίων, επάνω στα οποία βασίζεται η ελευθερία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αφενός, να εγκαθίστανται ελεύθερα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος και, αφετέρου, να παρέχουν ευκαιριακά τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ενιαίας άδειας λειτουργίας.
Οι προσδοκίες, όμως, από το υφιστάμενο αυτό πλαίσιο δεν επιβεβαιώθηκαν στον βαθμό που αναμενόταν, ως προς την πραγματική διασυνοριακή διείσδυση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στις ευρωπαϊκές αγορές και την αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την παροχή στον καταναλωτή ευέλικτων και μικρότερου κόστους ασφαλιστικών υπηρεσιών.
Το γεγονός αυτό οφείλεται, έως έναν βαθμό, σε μία σειρά παράγοντες, κατά κύριο λόγο ουσιαστικής και πρακτικής φύσης, που έχουν σχέση με τις ιδιαιτερότητες της ασφαλιστικής αγοράς (διαφοροποιήσεις ως προς τις συνθήκες της κάθε αγοράς, τα στατιστικά στοιχεία, τη φύση της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό απαιτεί διαδραστική σχέση με τον ασφαλιστή ή τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, κ.λπ.), καθώς και σε λόγους οικονομικούς, οι οποίοι αφορούν στο κόστος της διασυνοριακής δραστηριοποίησης σε προσυμβατικό, συμβατικό στάδιο και στη φάση επέλευσης του κινδύνου και που αποτελούν αντικίνητρα στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου.
Αναμφισβήτητα, σε έναν μεγάλο βαθμό, η ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων στην ιδιωτική ασφάλιση αναχαιτίζεται λόγω των σημαντικών διαφορών που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών στο νομικό πλαίσιο, το οποίο διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.
Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, αποτέλεσμα της διαδικασίας εναρμόνισης, αφορά κύρια στην ίδρυση, λειτουργία και εποπτεία, καθώς και στη βελτίωση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και ελάχιστα, θα έλεγε κανείς, στην ασφαλιστική σύμβαση.
Οι νομοθετικές παρεμβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορούν στη σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης περιορίζονται στην υποχρέωση πληροφόρησης, την οποία έχει η ασφαλιστική επιχείρηση απέναντι στον υποψήφιο ασφαλισμένο, την υποχρεωτική περίοδο υπαναχώρησης του ασφαλισμένου, όπως ρυθμίζονται από την Οδηγία 2009/138/ΕΚ (Φερεγγυότητα ΙΙ άρθρα 178 – 211 ), και σ’ αυτές οι οποίες εισάγονται από τις Οδηγίες για την προστασία του καταναλωτή εν γένει, τις εξ αποστάσεως συναλλαγές, το ηλεκτρονικό εμπόριο, τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και το πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Ένας πρόσθετος παράγοντας, ο οποίος αυξάνει το χάσμα των διαφοροποιήσεων των πλαισίων των κρατών μελών, είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν, σε εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, κανόνες υψηλότερου βαθμού προστασίας για τον καταναλωτή -ασφαλισμένο, λόγω του γεγονότος ότι το πλαίσιο δεν είναι πλήρους εναρμόνισης.
Με δεδομένο, όμως, το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές υπηρεσίες αποτυπώνονται σε πολύπλοκες και μακροσκελείς δυσνόητες συμβάσεις, οι οποίες διέπονται από το Δίκαιο εντός των κρατών μελών, με όρους οι οποίοι, όχι σπάνια, ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη ως καταχρηστικοί, το ποσοστό της αβεβαιότητας, όχι μόνο των ιδιωτών υποψήφιων ασφαλισμένων, αλλά και των επαγγελματιών, αυξάνει σε επίπεδα αποτροπής της αναζήτησης ασφαλιστικής κάλυψης από εταιρείες, οι οποίες δεν είναι εγκαταστημένες στον τόπο κατοικίας του πελάτη. Παρόμοιες δυσκολίες υφίστανται και στη διασυνοριακή διάθεση, με τη διαδικασία της εξ αποστάσεως πώλησης ασφαλιστικών προϊόντων, παρά την ύπαρξη σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο θεσμικού πλαισίου, το οποίο θέτει τις διαδικασίες προσέγγισης και πώλησης.
Την αρνητική αυτή επίδραση της διαφοροποίησης των θεσμικών πλαισίων των κρατών μελών που διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση, στη διαμόρφωση της ενιαίας αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης, θέλησε να διερευνήσει η Επιτροπή, η οποία με απόφασή της, στις 17 Ιανουαρίου 2013, σύστησε Ομάδα Ειδικών με αντικείμενο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ασφαλιστικής Σύμβασης (Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2013 OJ 2013 C 16/03).
Η Ομάδα αυτή των Ειδικών ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 2014 και υπέβαλε την τελική της Έκθεση (Final Report of the Commission Expert Group on European Insurance Contract Law: ec.europa.eu/justice/ contract/insurance/expert-group/ index), στην οποία αναλύει με εξαιρετικά διεξοδικό τρόπο τις απόψεις των μελών της επί των ζητημάτων που άπτονται θεμάτων εντοπισμού των υφιστάμενων διαφορών μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών, την επίδραση την οποία οι διαφορές αυτές έχουν επάνω στη διαμόρφωση της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς και τους κλάδους της ασφάλισης, οι οποίοι δέχονται τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση λόγω των νομικών διαφοροποιήσεων. Η Έκθεση εμφανίζει ιδιαίτερο νομικό αλλά και ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά.
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ