Άρθρα

Οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι ως διαμεσολαβούντες

H διάθεση του μεγαλύτερου ποσοστού ασφαλιστικών προϊόντων στην αγορά πραγματοποιείται μέσω των διαμεσολαβούντων προσώπων, τα οποία ορίζονται περιοριστικά από τον Νόμο ως υπεύθυνοι επαγγελματίες, ικανοί πρωτίστως να γνωρίζουν τη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς και συνακόλουθα να είναι ικανοί να ενημερώνουν με επάρκεια τον υποψήφιο λήπτη της ασφάλισης για τα πραγματικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, το οποίο αρμόζει στην κάλυψη των εξατομικευμένων αναγκών του.

Η οδηγία 2002/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L9, σ.3) αλλά και οι εθνικοί κανόνες που την ενσωματώνουν στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών συμβάλλουν προς την επίτευξη του σκοπού της κατοχύρωσης του επιπέδου διαφάνειας και προστασίας του αντισυμβαλλόμενου της ασφαλιστικής επιχείρησης και των λοιπών εμπλεκόμενων προσώπων, αλλά και της αγοράς εν γένει, καθώς και στη διασφάλιση της δημιουργίας ελεύθερης, εσωτερικής ασφαλιστικής αγοράς για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τους διαμεσολαβούντες, με τη θέσπιση του πλαισίου εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και επαγγελματικής συμπεριφοράς των προσώπων, τα οποία διαμεσολαβούν για την προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων. ταυτόχρονα, στοχεύουν στην ελεύθερη πρόσβαση των υποψήφιων ασφαλισμένων σε όλο το φάσμα των ασφαλιστικών υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στην εσωτερική αυτή αγορά, μέσα σε ένα ασφαλές αλλά και ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η σπουδαιότητα της συμβολής των διαμεσολαβούντων προσώπων στην ανάπτυξη της ασφαλιστικής βιομηχανίας είναι συνεπώς αναμφισβήτητη και τούτο καταδεικνύεται και από το γεγονός της αναμενόμενης νέας οδηγίας (COM 2012 360 FINAL), η οποία, με την υιοθέτησή της, θα θέσει σε εφαρμογή νέους κανόνες, ακόμη πιο διασφαλιστικούς και προστατευτικούς των ανωτέρω αναφερόμενων στόχων (περί του σχεδίου της εν λόγω οδηγίας έχει γίνει αναφορά σε προηγούμενο τεύχος). Ας σημειώσουμε συναφώς ότι η αποτελεσματικότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και συνακόλουθα και της καταλληλόλητας της ασφαλιστικής σύμβασης είναι κάτι το οποίο αποδεικνύεται συνήθως πολύ μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, κύρια κατά τον χρόνο της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν είναι συνήθως δυνατό να διορθωθούν τα όποια σφάλματα ή ελαττώματα παρεισέφρησαν κατά την πώληση.

Με σκοπό την οριοθέτηση του χώρου της διαμεσολάβησης, το άρθρο 2 παρ. 3 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ δίνει τον ορισμό του τι θεωρείται, σύμφωνα με την οδηγία, «ασφαλιστική διαμεσολάβηση». Στο ίδιο άρθρο, παρ. 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ορίζεται τι δεν θεωρείται «ασφαλιστική διαμεσολάβηση». Ειδικά σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, «δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι εν λόγω δραστηριότητες όταν αναλαμβάνονται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης».
Με τον ορισμό αυτό ασχολήθηκε το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο μετά από σχετικό προδικαστικό ερώτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στο πλαίσιο υπόθεσης η οποία ήχθη ενώπιον του ΣτΕ.

H απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι σημαντική και σε σχέση με το φάσμα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, το οποίο επιβάλλει την απόκτηση συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, με σκοπό την άρτια κατάρτισή τους και την αναβάθμιση των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών προς τους πελάτες τους. Το ζήτημα λαμβάνει ακόμη πιο σημαντικές διαστάσεις, ειδικώς λόγω του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 4 παρ. 1 και σε σχέση με τις εξαιρέσεις που αυτό προβλέπει.

Το Δικαστήριο στην Απόφαση C 555/11 αποφάνθηκε ότι (Απόφαση C- 555/11 της 17ης Οκτωβρίου 2013, όπως αναρτήθηκε στο http:// eur-lex.europa.eu): «Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2, σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, και 4 παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/92 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην περιστασιακή και όχι κατά κύριο επάγγελμα άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχειρήσεως που δεν διαθέτει τα οριζόμενα στη δεύτερη εκ των ως άνω διατάξεων προσόντα, όταν ο υπάλληλος αυτός δεν ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας που τον συνδέει με την εν λόγω επιχείρηση, ακόμη και αν η επιχείρηση αυτή ασκεί εποπτεία επί των δραστηριοτήτων του».

Η απόφαση αυτή, πέραν του ότι ερμηνεύει τη σχετική διάταξη της οδηγίας απαντώντας στο σχετικό προδικαστικό ερώτημα, στοχεύει στο να συμβάλει στην αύξηση της προστασίας του λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένου, κύρια στις περιπτώσεις που αυτός είναι και καταναλωτής.

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτορας Νομικής

(e-mail: [email protected])

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας