Μη γνωστοποίηση ουσιωδών στοιχείων εκτίμησης κινδύνου
Έχει γίνει και στο παρελθόν αναφορά για τις επιπτώσεις της παράλειψης του ασφαλισμένου να προβεί στην εκπλήρωση του ασφαλιστικού βάρους, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν 2496/1997, να φέρει σε γνώση του ασφαλιστή, κατά τον χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, κάθε ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η ύπαρξη, δε, του στοιχείου της από δόλο απόκρυψης είναι ουσιώδης για την τύχη της ασφαλιστικής σχέσης και ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος.
Πρόσφατη απόφαση έρχεται να επικυρώσει για μία ακόμη φορά την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων. Το Εφετείο Αθηνών (ΕφΑθ12/2016, ΔΕΕ 2016, τεύχος 5ο, σελ. 698 επ.) στην κρινόμενη έφεση μεταξύ άλλων έκρινε (αποσπάσματα από τη δημοσίευση στο ανωτέρω περιοδικό):
«(…) Περαιτέρω, από την προσήκουσα αξιολόγηση και την ορθή εκτίμηση όλων, χωρίς εξαίρεση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, προκύπτει ότι ο εκκαλών παρέβη από δόλο την υποχρέωση (ασφαλιστικό βάρος) που επιβάλλεται σ’ αυτόν από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν 2496/1997 και ειδικότερα κατά την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης (της πρόσθετης πράξης που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2007 και στη συνέχεια του ανανεωτήριου συμβολαίου που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του έτους εκείνου), ο εκκαλών, ως λήπτης της ασφάλισης, όχι μόνο δεν δήλωσε στην εφεσίβλητη το περιστατικό που γνώριζε, ότι δηλαδή η προαναφερόμενη οικία αποτελούσε –όπως συνέβαινε και κατά το παρελθόν– την εξοχική του κατοικία, αντίθετα δε, παρέστησε στην εφεσίβλητη, γνωρίζοντας την αναλήθεια της δήλωσής του, ότι η οικία αυτή αποτελούσε την κύρια κατοικία του λόγω μετακόμισης σ’ αυτήν από την προηγούμενη κατοικία που διατηρούσε στην οδό ….. και η οποία –διεύθυνση κατοικίας του– ήταν γνωστή στην εφεσίβλητη από τη μεταξύ τους μακράς διάρκειας έννομη σχέση που απέρρεε από τη σύμβαση ασφάλισης, η οποία είχε καταρτιστεί και λειτουργούσε από πολλών ετών. (…) Περαιτέρω, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ιδιότητα της οικίας ως εξοχικής ή κυρίας, αποτελεί περιστατικό, το οποίο αντικειμενικά θεωρείται ουσιώδες, δηλαδή είναι ουσιώδες σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής, για την ορθή εκτίμηση του κινδύνου. Τούτο, δε, διότι η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου σε περίπτωση κλοπής σε εξοχική κατοικία είναι προδήλως αυξημένη (εξαιτίας ακριβώς της σποραδικής επαφής του λήπτη της ασφάλισης με την εξοχική του κατοικία) σε σχέση με την κύρια κατοικία, οπότε με βεβαιότητα η εφεσίβλητη, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δηλαδή ότι η οικία αυτή εξακολουθούσε να παραμένει η εξοχική κατοικία του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την εντυπωσιακή αύξηση των ασφαλιζομένων ποσών, για μεν το κτήριο από το ποσό των… ευρώ σ’ εκείνο των … ευρώ (αύξηση σε ποσοστό 214,29%), για δε το περιεχόμενό του από το ποσό των … ευρώ σ’ εκείνο των … ευρώ (αύξηση σε ποσοστό 1.238,27%), είτε θα απέκρουε την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης, ως οικονομικά μη συμφέρουσας για την ίδια, ενόψει του υψηλού κινδύνου (εξαιτίας της ιδιότητας της οικίας αυτής ως εξοχικής και όχι ως κύριας) πρόκλησης σοβαρής οικονομικής ζημίας σ’ αυτήν (εξαιτίας του εξαιρετικά υψηλού ασφαλιζόμενου ποσού για το κτήριο και το περιεχόμενό του) σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, είτε θα δεχόταν μεν την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης με διαφορετικούς όμως όρους σε σύγκριση με εκείνους, με τους οποίους καταρτίστηκε στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση ασφάλισης, και οι οποίοι διαφορετικοί όροι θα κατευθύνονταν είτε προς την επιβολή υποχρέωσης στον εκκαλούντα να εγκαταστήσει σύστημα συναγερμού ή να λάβει πρόσθετα –πέραν του συστήματος συναγερμού– μέτρα ασφαλείας της οικίας του (προσθήκη θωρακισμένης πόρτας και συστημάτων ασφαλείας στα παράθυρα και τα υπόλοιπα ανοίγματα της οικίας), είτε προς τη μείωση των ασφαλιζομένων ποσών, είτε προς την αύξηση των ασφαλίστρων. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει επέλθει η άμεση –αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης– απαλλαγή της εφεσίβλητης από την υποχρέωσή της να καταβάλει το ασφάλισμα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1, παρ. 6 και παρ. 7 του Ν 2496/1997, σύμφωνα με τη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της παράβασης από την πλευρά του εκκαλούντος μετά την επέλευση της κλοπής και συγκεκριμένα μετά τη λήψη από το γραφείο εμπειρογνωμόνων της από … έκθεσής του, οπότε και διαπίστωσε την αναλήθεια της προαναφερόμενης δήλωσης του εκκαλούντος, γεγονός που μέχρι τότε αγνοούσε και για τον λόγο αυτόν (ακριβώς δηλαδή εξαιτίας της άγνοιάς της) προέβη στην ανανέωση της σύμβασης ασφάλισης για την οικία αυτή, με τους ίδιους όρους (…)».
Το Εφετείο μετά τα ανωτέρω απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση.
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ