Μελέτη από τον ΣΠΑΤΕ για τις Πράξεις 30 και 31
Μελέτη εκπόνησε ο Σύλλογος Ασφαλιστικών Πρακτόρων Νομού Αττικής (ΣΠΑΤΕ) σε συνεργασία με το νομικό κ. Δημήτριο Σπυράκο, η οποία αποτυπώνει τους προβληματισμούς, προβάλει τις θέσεις και αναδεικνύει τις ασάφειες αναφορικά με τις πράξεις 30 & 31/30-09-2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ.
Η μελέτη εστάλη στην ΠΑΟΔ και την ΕΑΔΕ, με σκοπό να την προωθήσουν στην Τράπεζα της Ελλάδος και την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, ώστε να δοθούν οι απαραίτητες διευκρινίσεις. Παράλληλα κοινοποιήθηκε στα μέλη του ΣΠΑΤΕ, αλλά και στον ασφαλιστικό Τύπο. (Αναλυτικά τα ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των με αριθμό 30 και 31/30.9.2013 Πράξεων Εκτελεστικής Επιτροπής ΤτΕ εδώ).
Επίσης, ο ΣΠΑΤΕ με επιστολή του στη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει τους προβληματισμούς του και ζητά διευκρινίσεις για τα ζητήματα που προκύπτουν ειδικά από την Πράξη 30 /30.9.2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής και αφορούν την προκαταβολή ασφαλίστρου.
Αναλυτικά στην επιστολή αναφέρονται τα εξής:
«Προς
Τράπεζα της Ελλάδος
Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης
Αφορά: Εφαρμογή της με αριθμό 30 /30.9.2013 Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής ΤτΕ σχετικά με την προκαταβολή ασφαλίστρου
Όπως γνωρίζετε η εισαγωγή της με αριθμό 30/30.9.2013 Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής ΤτΕ έχει προκαλέσει σημαντικά ερωτήματα ως προς το ισχύον πλέον καθεστώς σχετικά με την υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης για προκαταβολή των ασφαλίστρων. Τούτο κυρίως όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η τυχόν καθυστέρηση στην καταβολή του ασφαλίστρου, ιδίως στις περιπτώσεις της ανανέωσης των ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα και στις ασφαλίσεις με περιοδική καταβολή ασφαλίστρου. Συχνά γινόμαστε οι ίδιοι αποδέκτες των ερωτημάτων αυτών από ασφαλισμένους, ωστόσο οι απαντήσεις που δίνονται από παράγοντες της αγοράς είναι είτε αντιφατικές είτε παντελώς ασαφείς.
Το εν λόγω ζήτημα έχει ανακύψει κυρίως από την αναφορά που γίνεται στο άρθρο 8 παρ. 2 της με αριθμό 30/31.9.2013 Εκτελεστικής Πράξης της Τραπέζης της Ελλάδος ότι «το Ασφάλιστρο καταβάλλεται από τον λήπτη της ασφάλισης πριν την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης». Από τη διατύπωση αυτή, ωστόσο, δεν προκύπτουν συνέπειες ως προς την ισχύ της ασφαλιστικής κάλυψης, διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στο ασφαλιστήριο ή στο άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2496/1997 και το ΠΔ 237/1986 που εξαρτά τη ματαίωση της ανανέωσης της ασφαλιστικής κάλυψης από την κοινοποίηση σχετικής επιστολής. Θα ήταν, δε άλλωστε, για εμάς παράδοξο με δεδομένο ότι η παραπάνω Πράξη δεν βρίσκει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1, στο σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, να υπεισέρχεται στα εν λόγω ζητήματα.
Προς αποτροπή προβλημάτων, τόσο στις σχέσεις μας με τους ασφαλισμένους όσο και σε αυτή με τις ασφαλιστικές εταιρείες, παρακαλούμε να μας διευκρινίσετε αν
1) Παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 11α ΠΔ 237/1986 που προβλέπει την αυτοδίκαιη ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης και τη δυνατότητα της ασφαλιστικής εταιρείας να καταγγείλει με συστημένη επιστολή την ασφαλιστική σύμβαση.
2) Παραμένει σε ισχύ η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2496/1997 για τις συμβάσεις με περιοδική καταβολή του ασφαλίστρου.
3) Επηρεάζεται, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, στις παραπάνω περιπτώσεις η ασφαλιστική κάλυψη αν υπάρχει καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου, δίχως να έχει ακολουθήσει η καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης και άπρακτη πάροδος της προθεσμίας που τίθεται με αυτή για την καταβολή του ασφαλίστρου».