Άρθρα

Θα δικαιωθούν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές;

Ο Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ για την «Ασφαλιστική Διαμεσολάβηση»
Της Μαρίνας Κουρμπέλα

Η οδηγία 2002/92 δεν επιτρέπει σε υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος δεν διαθέτει τα απαιτούμενα από την οδηγία προσόντα, να ασκεί περιστασιακώς και υπό τον όρο μη υπέρβασης ετήσιου ανωτάτου ορίου εσόδων δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως πέραν των ορίων του δεσμού εξάρτησης που απορρέει από συμβατική σχέση η οποία τον συνδέει με την εν λόγω επιχείρηση. Οι δραστηριότητες υπαλλήλου ασφαλιστικής επιχείρησης ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του εργοδότη του αποκλείονται, αντιθέτως, του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.

Αυτή την απάντηση πρότεινε, σήμερα, ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), κ. NIILO JÄÄSKINEN, να δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα που του έχει υποβάλει το ΣΤΕ, σχετικά με την προσφυγή της Ένωσης Επαγγελματιών Ασφαλιστών Ελλάδος (ΕΕΑΕ) και άλλων Ενώσεων-Συλλόγων Ασφαλιστικής Διαμεσολάβησης.

Η Υπόθεση
Το προδικαστικό ερώτημα που απηύθυνε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορά στην υπόθεση C-555/11: Ένωση Επαγγελματιών Ασφαλιστών Ελλάδος (EEAE), Σύλλογος Ασφαλιστικών Πρακτόρων Ν. Αττικής (ΣΠΑΤΕ), Πανελλήνιος Σύλλογος Ασφαλιστικών Συμβούλων (ΠΣΑΣ), Σύνδεσμος Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων (ΣΕΜΑ), Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συντονιστών Ασφαλιστικών Συμβούλων (ΠΣΣΑΣ) κατά Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, και Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΑΣΕ). Τη διαφορά, δηλαδή, μεταξύ αφενός της Ένωσης Επαγγελματιών Ασφαλιστών Ελλάδος (ΕΕΑΕ) και άλλων επαγγελματικών ενώσεων του τομέα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως και, αφετέρου, του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΑΣΕ).
Οι EEAE και οι λοιποί φορείς αμφισβήτησαν τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την οδηγία 2002/92, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, καθόσον τα μέτρα αυτά θίγουν την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στην Ελλάδα.
Κατά την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση (προεδρικό διάταγμα 190/2006, το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο 3557/2007), κάθε υπάλληλος ασφαλιστικής επιχειρήσεως έχει το δικαίωμα να ασκεί, περιστασιακώς και υπό τον όρο μη υπερβάσεως ανωτάτου προβλεπόμενου ορίου εσόδων, δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, χωρίς να υποχρεούται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία.
Κατόπιν, ο Υφυπουργός Ανάπτυξης όρισε, με την απόφαση K3 8010, ότι υπάλληλος ασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να ασκεί πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς εγγραφή στο αρμόδιο Επιμελητήριο, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από τις πράξεις αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ)• εάν υπερβαίνουν το ανωτέρω ποσό, υποχρεούται να εγγραφεί στο αρμόδιο Επιμελητήριο.
Σημειώνεται ότι η EEAE και οι λοιποί φορείς εκπροσωπούν επαγγελματικές ενώσεις που έχουν ως σκοπό την προάσπιση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων των μελών τους, τα οποία δραστηριοποιούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες στον τομέα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως.

Το 2007, οι EEAE κ.λπ. ζήτησαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας την ακύρωση της αποφάσεως K3 8010, η οποία προβλέπει ότι υπάλληλος ασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να ασκεί πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς εγγραφή στο αρμόδιο Επιμελητήριο, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από τις πράξεις αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5000 ευρώ)• εάν υπερβαίνουν το ανωτέρω ποσό υποχρεούται να εγγραφεί στο αρμόδιο Επιμελητήριο.
Αμφισβήτησαν τη συμβατότητα της απόφασης με την οδηγία 2002/92, καθόσον αποκλείεται η εφαρμογή της οδηγίας επί υπαλλήλων ασφαλιστικής επιχειρήσεως οι οποίοι ασκούν πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς να διαθέτουν τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από την οδηγία.

Το ΣΤΕ απευθύνθηκε στο ΔΕΕ, με προδικαστικό του ερώτημα, ζητώντας την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να ερμηνεύσει την οδηγία 2002/92/ΕΚ σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Ζητούνται διευκρινίσεις επί της έννοιας «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» του άρθρου 2, σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας. Βάσει της οδηγίας δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Στις σημερινές του προτάσεις ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι είναι γνωστό ότι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αποτελούν βασική συνιστώσα της διαδικασίας διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και διαδραματίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο στην προστασία των συμφερόντων των ληπτών της ασφαλίσεως, παρέχοντάς τους συμβουλές και συνδρομή στο πλαίσιο εξετάσεως των ιδιαίτερων αναγκών τους.
Σκοπός της οδηγίας 2002/92 είναι η εναρμόνιση των δραστηριοτήτων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης με κανόνες οι οποίοι αφορούν την πρόσβαση στις ίδιες δραστηριότητες και την άσκησή τους.

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση αναγνωρίζει σε υπάλληλο ασφαλιστικής επιχειρήσεως «διττή ιδιότητα», καθώς αυτός δύναται να ενεργεί συγχρόνως, αφενός, ως υπάλληλος εξομοιούμενος με τον εργοδότη του και, αφετέρου, ως ανεξάρτητος πράκτορας μη διαθέτων τα τυπικά προσόντα, εφόσον τα έσοδά του δεν υπερβαίνουν ορισμένο ανώτατο όριο. Τούτο δημιουργεί σύγχυση, η οποία θίγει τους κανόνες καταμερισμού της ευθύνης, όσον αφορά τις τυπικές υποχρεώσεις του διαμεσολαβητή έναντι του λήπτη της ασφάλισης.
Ο γενικός εισαγγελέας τονίζει ότι η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου επιχειρήσεως και ασφαλιστικού διαμεσολαβητή έγκειται, μεταξύ άλλων, στο βαθμό ανεξαρτησίας και αμεροληψίας: ο διαμεσολαβητής θεωρείται ότι παρέχει συμβουλές βάσει της υποχρεώσεώς του αντικειμενικής αναλύσεως, ενώ ο υπάλληλος ενεργεί εξ ονόματος και προς το συμφέρον της επιχειρήσεως, υπέχει υποχρέωση πίστεως έναντι του εργοδότη του και οφείλει να ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως.
Το στοιχείο αυτό αποκλείει τη δυνατότητα του υπαλλήλου αυτού να ενεργεί συγχρόνως ως υπάλληλος και ως συνδεδεμένος διαμεσολαβητής του εργοδότη του. Η εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπει σε κάθε υπάλληλο ασφαλιστικής εταιρείας, ομοίως στο τεχνικό προσωπικό, στο προσωπικό φύλαξης ή στο προσωπικό καθαριότητας, να αμείβεται ως μεσίτης εξομοιούμενος με αυτόν του ενοχικού δικαίου.

Στην υπόθεση που προαναφέρθηκε, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι EEAE κ.λπ., η ΟΑΣΕ, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Βελγική Κυβέρνηση, η Κυπριακή Κυβέρνηση και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

(ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο. Η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα).

 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας