Η AMR προβληματίζει και τους ασφαλιστές
Προβληματίζει η αυξανόμενη ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά
Τα αντιβιοτικά είναι φάρμακα που καταπολεμούν ένα φάσμα λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από βακτήρια, ιούς, μύκητες ή παράσιτα. Είναι ουσιαστικό μέρος της σύγχρονης ιατρικής εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, έρευνες δείχνουν ότι αρχίζουν να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει μεγαλύτερο κίνδυνο για όλους όσους υποβάλλονται σε μια χειρουργική επέμβαση. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό θνησιμότητας λόγω της μικροβιακής αντοχής (AMR) θα μπορούσε να εκτοξευτεί από 700.000 θανάτους κάθε χρόνο παγκοσμίως σήμερα, σε 10 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο έως το 2050.
Κολιστίνη: Ένα παράδειγμα μικροβιακής αντοχής
Το αντιβιοτικό κολιστίνη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυξανόμενης μικροβιακής αντοχής (AMR). Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνταν σπάνια στον άνθρωπο, λόγω των επιβλαβών επιδράσεών της στα νεφρά, αν και έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στην κτηνιατρική. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η κολιστίνη έχει γίνει και πάλι η έσχατη λύση για ορισμένους ασθενείς με συγκεκριμένες, δύσκολες στη θεραπεία, βακτηριακές λοιμώξεις. Δυστυχώς, αντανακλώντας τη γενικότερη μείωση της αποτελεσματικότητας των αντιβιοτικών, και η αποτελεσματικότητα της κολιστίνης είναι σήμερα σε πτωτική πορεία.
Τον Νοέμβριο του 2015, οι επιστήμονες ανακοίνωσαν την εμφάνιση βακτηρίων E. coli στην Κίνα, τα οποία φέρουν το γονίδιο MCR-1, γεγονός που καθιστά τα βακτήρια ανθεκτικά στην κολιστίνη. Μια μόλυνση με βακτήρια E. coli μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερίτιδα, ακόμη και νεφρική ανεπάρκεια. Μελέτη στο ιατρικό περιοδικό The Lancet περιγράφει αυτή την εξέλιξη ως «παραβίαση της τελευταίας ομάδας αντιβιοτικών». Καθώς οι επιστήμονες είδαν ότι είναι δυνατή η μεταφορά αυτής της ανθεκτικότητας στην κολιστίνη και σε άλλα βακτήρια, είναι τώρα περισσότερο ανήσυχοι από ποτέ για την πιθανή ανάπτυξη βακτηρίων ανθεκτικών στα πάντα.
Προκειμένου να καταπολεμήσουν την AMR, οι επιστήμονες ζήτησαν να γίνει μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο που συνταγογραφούνται και καταναλώνονται τα αντιβιοτικά, πρώτον, μειώνοντας τη ζήτηση. Αυτό μπορεί να γίνει αν εκπαιδευτούν οι άνθρωποι έτσι ώστε να κατανοήσουν ότι τα αντιβιοτικά πρέπει να χορηγούνται μόνο όταν είναι απαραίτητα. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει παράλληλα με την προώθηση των εμβολίων. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνει μια παγκόσμια καμπάνια για την ενημέρωση σχετικά με την AMR. Τέλος, είτε αυτό σημαίνει να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε καθαρό νερό στις αναπτυσσόμενες χώρες είτε να περιοριστούν τα υπέρ-μικρόβια στα νοσοκομεία, πρέπει να βελτιώσουμε την ανθρώπινη υγιεινή, εστιάζοντας στην πρόληψη των μολύνσεων και την ταχύτερη διάγνωση. Ένας ακόμα τρόπος είναι να περιορίσουμε τη ζήτηση στη χρήση αντιβιοτικών στη γεωργία.
Δεύτερον, στη μάχη τους με τις ανθεκτικές σε φάρμακα λοιμώξεις, οι επιστήμονες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα μέσα που θα τους επιτρέψουν να αυξήσουν τον αριθμό των αποτελεσματικών αντιμικροβιακών φαρμάκων για μολύνσεις που είναι τώρα ανθεκτικές στα υπάρχοντα φάρμακα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται ένα επαρκώς χρηματοδοτούμενο «Παγκόσμιο Ταμείο Καινοτομίας» για την έρευνα σχετικά με την AMR, καλύτερη επένδυση σε νέα φάρμακα και βελτιώσεις των υφιστάμενων.
Τρίτον, η επιτυχία της μείωσης της ζήτησης και της αύξησης των επενδύσεων σε αντι-μικροβιακά φάρμακα, στηρίζεται στην οικοδόμηση ενός παγκόσμιου συνασπισμού που θα εστιάζει στην AMR –κάτι τέτοιο θα πρέπει να υποστηριχθεί από την G20 και τον ΟΗΕ. Φυσικά, το κόστος όλων αυτών δεν θα είναι μικρό, και μια πρόσφατη εκτίμηση για το ύψος της επαρκούς χρηματοδότησης μιας παγκόσμιας δράσης για την AMR στην επόμενη δεκαετία, φτάνει τα 40 δις δολάρια.
Μέχρι πρόσφατα, οι ανθεκτικές λοιμώξεις σχετίζονταν κυρίως με τα νοσοκομεία και τις εγκαταστάσεις υπηρεσιών παροχής φροντίδας. Στο μέλλον, ωστόσο, οι ανθεκτικές λοιμώξεις μπορεί επίσης να εντοπίζονται στις ευρύτερες κοινότητες καλά ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών. Αυτό θα έχει επίδραση στη θνησιμότητα και τη νοσηρότητα, καθώς και στους νοσοκομειακούς πόρους και τα κόστη υγείας, λόγω των συναφών κινδύνων σε τέσσερις βασικούς τομείς:
Πρώτον, σε παγκόσμιο επίπεδο, σε κοινές βακτηριακές λοιμώξεις, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν καλοήθεις και «εύκολα θεραπεύσιμες».
Δεύτερον, θα μπορούσε να υπάρξει επίδραση σε απειλητικές για τη ζωή μολυσματικές ασθένειες, όπως η πνευμονία, η φυματίωση, ο HIV και η ελονοσία.
Τρίτον, υπάρχει κίνδυνος σε χειρουργικές επεμβάσεις “ρουτίνας” που απαιτούν προφυλακτική αγωγή με αντιβιοτικά (όπως οι καισαρικές τομές ή οι αντικαταστάσεις ισχίου).
Ένας τέταρτος τομέας που πρέπει να εξεταστεί είναι οι ασθενείς με προβλήματα υγείας στα οποία η αποτελεσματική θεραπεία με αντιβιοτικά είναι ζωτικής σημασίας (μεταμοσχεύσεις οργάνων και χημειοθεραπεία για τον καρκίνο, για παράδειγμα) και οι οποίες αφήνουν τους πάσχοντες ιδιαίτερα ευάλωτους σε βακτηριακές λοιμώξεις.
Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα μπορούν να μετριασθούν ή ακόμη και να προληφθούν εάν αναπτυχθούν νέα αντιβιοτικά και άλλες μέθοδοι για την καταπολέμηση μολυσματικών ασθενειών, όπως για παράδειγμα η γενετική μηχανική.
Τι σημαίνει η αύξηση της αντοχής στα αντιβιοτικά
για τους ασφαλιστές Ζωής και Υγείας
Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής πρέπει να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις επιδημιολογικές και βιολογικές εξελίξεις στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια. Μια αργή, αλλά παρόλα αυτά σημαντική αύξηση της θνησιμότητας και νοσηρότητας που οφείλεται στην AMR, μπορεί να επηρεάσει τη συνολική τιμολόγηση των ασφαλιστικών προϊόντων ζωής. Οι ασχολούμενοι με το underwriting και τις απαιτήσεις των ασφαλισμένων θα πρέπει να αξιολογήσουν ασθένειες και κινδύνους που ήταν άγνωστες στις ασφαλίσεις ζωής από την εποχή προ των αντιβιοτικών. Σχετικά ελαφριές περιπτώσεις θα πρέπει να επαναξιολογούνται. για παράδειγμα, εάν μια απλή ιγμορίτιδα μπορεί να εξελιχθεί ξανά σε απειλητική για τη ζωή ασθένεια.
Σε ό,τι αφορά την ασφαλιστική βιομηχανία, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα δημιουργήσει η AMR είναι στον τομέα των εξόδων θεραπείας. Σχετικά φθηνά αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη, ίσως πρέπει να αντικατασταθούν από αντιβιοτικά που θα είναι είτε περισσότερο δαπανηρά ή θα εκθέτουν τους ασθενείς σε περισσότερες παρενέργειες, οι οποίες, με τη σειρά τους, αυξάνουν το κόστος θεραπείας.
Τα νέα (και απολύτως αναγκαία) αντιμικροβιακά φάρμακα και οι θεραπείες για την καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων τείνουν να είναι πολύ πιο ακριβά από τις καθιερωμένες θεραπείες. Στις συνέπειες της AMR θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται οι μεγαλύτερες περίοδοι νοσηλείας και οι πρόσθετες δαπάνες για διαγνωστικές εξετάσεις.
Η AMR θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υποδομή του τομέα υγείας, αν και αυτές είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν από πλευράς κόστους.
Ασθενείς που έχουν μολυνθεί από ένα ανθεκτικό παθογόνο θα πρέπει να απομονώνονται και να κουράρονται όσο πιο σύντομα γίνεται, προκειμένου να περιορίζεται η εξάπλωση του μικροβίου. Για να ελέγξουν την αντοχή των μικροβίων, τα νοσοκομεία θα πρέπει να παρέχουν πρόσβαση σε δομές απομόνωσης και εξειδικευμένα εργαστήρια, που θα μπορούν να αναγνωρίζουν γρήγορα τις μολύνσεις που σχετίζονται με την AMR. Θα χρειαστεί μεγαλύτερη επένδυση σε χρόνο και κόστος για τις διαδικασίες αποστείρωσης του ιατρικού εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων. Είναι πιθανό να γίνουν συχνότερες και οι περιπτώσεις όπου θα χρειαστεί η διακοπή εργασιών, λόγω ανεξέλεγκτης διάδοσης ανθεκτικών βακτηρίων και το κλείσιμο πτέρυγας ή και ολόκληρου νοσοκομείου για λόγους απολύμανσης –κάτι που συμβαίνει και σήμερα. Όλα τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε διόγκωση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης και θα πρέπει να αφυπνίσουν τους ασφαλιστές υγείας αλλά και τους παρόχους υπηρεσιών υγείας, ώστε να προωθούν τη λελογισμένη χρήση των αντιβιοτικών.
Η αντιβακτηριακή αντίσταση είναι, εν τέλει, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδυόμενου ιατρικού κινδύνου, που μπορεί να επηρεάσει τον κλάδο ζωής και υγείας με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, οι συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια. Θα μπορούσαν να κυμαίνονται από την επιστροφή σε μια προ-αντιβιοτική εποχή έως την ανάπτυξη ενός εντελώς νέου φαρμάκου, που θα μετριάσει ή ακόμη και θα εμποδίσει την ανάπτυξη της AMR.
Πηγή: Munich Re Topics ONLINE – Του Dr. Ozer Bebek, Senior Medical Consultant, και της Dr. Petra Robertson, Medical Consultant Life.
H αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών τελευταίας γραμμής σε πτώση
Με την ευκαιρία του 9ου εορτασμού της Ευρωπαϊκής Ημέρας Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά (18η Νοεμβρίου), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) δημοσίευσε τα τελευταία πανευρωπαϊκά δεδομένα για την κατανάλωση των αντιβιοτικών και την αντοχή των μικροβίων σε αυτά. Το 2015, η αντοχή των περισσότερων υπό επιτήρηση βακτηρίων στα υπό επιτήρηση αντιβιοτικά εξακολουθούσε να βρίσκεται σε άνοδο. Συγκεκριμένα, το μέσο ποσοστό αντοχής της Klebsiella pneumoniae στις καρβαπενέμες αυξήθηκε στην ΕΕ από 6,2% το 2012 σε 8,1% το 2015, ενώ αναφέρθηκαν ορισμένες περιπτώσεις διασταυρούμενης αντοχής στις καρβαπενέμες και στις πολυμυξίνες (π.χ. στην κολιστίνη). Οι δύο αυτές ομάδες θεωρούνται αντιβιοτικά τελευταίας γραμμής, καθώς αποτελούν συνήθως την έσχατη θεραπευτική επιλογή για ασθενείς που έχουν προσβληθεί από βακτήρια ανθεκτικά σε άλλα διαθέσιμα αντιβιοτικά. Μολονότι η κατανάλωση αντιβιοτικών στα νοσοκομεία αυξήθηκε σημαντικά σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ, σε έξι κράτη μέλη η κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα παρουσίασε πτώση.
Ο αρμόδιος Επίτροπος της ΕΕ για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, κ. Vytenis Andriukaitis, δήλωσε: «Η αντοχή στα αντιβιοτικά αποτελεί ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα των καιρών μας για τη δημόσια υγεία. Εάν δεν το αντιμετωπίσουμε, θα επανέλθουμε σε παλαιότερες εποχές, όταν ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν ακόμη και οι πιο απλές ιατρικές διαδικασίες, πόσω δε μάλλον οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, η χημειοθεραπεία κατά του καρκίνου ή η εντατική θεραπεία». Προσέθεσε επίσης: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ξεκινήσει το επόμενο έτος ένα νέο σχέδιο δράσης ώστε να μπορέσουμε, σε συνεργασία με τους εταίρους μας στα κράτη μέλη της Ένωσης και σε παγκόσμιο επίπεδο, να διασφαλίσουμε την ενίσχυση της πρόληψης και του ελέγχου της αντοχής στα αντιβιοτικά μέσω της προσέγγισης “μία υγεία”».
Σύμφωνα με την ασκούσα χρέη διευθυντή του ECDC, Δρ Andrea Ammon: «Η αντοχή της Klebsiella pneumoniae στα αντιβιοτικά αποτελεί πηγή εντεινόμενου προβληματισμού στην Ευρώπη. Πάνω από το ένα τρίτο των απομονωθέντων στελεχών για τα οποία υποβλήθηκαν αναφορές στο ECDC το 2015 ήταν ανθεκτικά σε μία τουλάχιστον από τις υπό επιτήρηση ομάδες αντιβιοτικών, η δε διασταυρούμενη αντοχή σε πολλαπλές ομάδες αντιβιοτικών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Επιπλέον, η εμφάνιση λοιμώξεων από K. pneumoniae σε συνδυασμό με τη διασταυρούμενη αντοχή στις καρβαπενέμες και στην κολιστίνη αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο και ταυτόχρονα σοβαρή ένδειξη του πόσο πιο περιορισμένες είναι αυτή τη στιγμή οι θεραπευτικές επιλογές σε σχέση με το παρελθόν».
Η Δρ Ammon προσέθεσε: «Παρόλα αυτά, η μείωση που σημειώθηκε σε έξι χώρες όσον αφορά την κατανάλωση των αντιβιοτικών στην κοινότητα αποτελεί θετική εξέλιξη, η οποία υποδεικνύει ότι έχουμε αρχίσει να χρησιμοποιούμε τα αντιβιοτικά με πιο ορθολογικό τρόπο. Η ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών, τόσο στην κοινότητα όσο και στα νοσοκομεία, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων αυτών».
Από τα δεδομένα του ECDC προκύπτει επίσης ότι η αντοχή του Escherichia coli –μιας από τις συχνότερες αιτίες αιματολογικών λοιμώξεων και λοιμώξεων του ουροποιητικού, σχετιζόμενων με την κοινότητα και την υγειονομική περίθαλψη– στα αντιβιοτικά απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, καθώς τα ποσοστά των απομονωθέντων ανθεκτικών στα συνήθη αντιβιοτικά στελεχών συνεχίζουν να αυξάνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Απεναντίας, το ποσοστό στελεχών ανθεκτικών στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MRSA) κατέγραψε πτωτική τάση στην ΕΕ και στον ΕΟΧ κατά την περίοδο 2012-2015. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, ο MRSA παραμένει προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία, καθώς οκτώ στις τριάντα χώρες ανέφεραν ποσοστά άνω του 25%.
Η Δρ Zsuzsanna Jakab, περιφερειακή διευθύντρια της ΠΟΥ για την Ευρώπη, δήλωσε: «Η επιτήρηση της αντοχής στα αντιβιοτικά αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του έργου μας για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των αντιβιοτικών. Οι προτεραιότητες δράσης δεν μπορούν να προσδιοριστούν προτού εντοπιστεί η αντοχή. Για τον λόγο αυτό εστιάζουμε στην επέκταση του χάρτη γεωγραφικής κάλυψης της αντοχής στα αντιβιοτικά σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του δικτύου επιτήρησης της μικροβιακής αντοχής στην Κεντρική Ασία και την Ανατολική Ευρώπη (CAESAR). Τα στοιχεία που αποκαλύπτει η έκθεση είναι ανησυχητικά: οι ασθενείς μας εκτίθενται σε ανθεκτικά νοσοκομειακά βακτήρια, λόγω της υπερβολικής και λανθασμένης χρήσης αντιβιοτικών και της ελλιπούς πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων. Απευθύνουμε έκκληση στους ηγέτες μας να αξιοποιήσουν αυτά τα στοιχεία και να επιταχύνουν την αντίδρασή τους σε μια από τις μεγαλύτερες απειλές των καιρών μας για την υγεία σε παγκόσμιο επίπεδο».
Η Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας διοργανώνει την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά με το σλόγκαν «Αντιβιοτικά: Χρήση με σύνεση». Η εκστρατεία απευθύνει έκκληση σε ιδιώτες, κυβερνήσεις και επαγγελματίες στους τομείς της υγείας και της γεωργίας να αναλάβουν δράση για την αντιμετώπιση του επείγοντος αυτού προβλήματος για την υγεία. Ο δεύτερος εορτασμός της Παγκόσμιας Εβδομάδας Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά πραγματοποιήθηκε από τις 14 έως τις 20 Νοεμβρίου.
Η Ευρωπαϊκή Ημέρα Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά
Η Ευρωπαϊκή Ημέρα Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά είναι μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την υγεία, η οποία συντονίζεται από το ECDC με στόχο να αποτελέσει μια πλατφόρμα υποστήριξης των εθνικών εκστρατειών για την ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών. Στο πλαίσιο του εορτασμού της Ευρωπαϊκής Ημέρας Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά πραγματοποιούνται κάθε χρόνο σε ολόκληρη την Ευρώπη εθνικές εκστρατείες για την ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών, κατά την εβδομάδα που ξεκινά στις 18 Νοεμβρίου. Ορθολογική χρήση σημαίνει ότι τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι αναγκαίο, στη σωστή δόση, με τη σωστή συχνότητα και για τη σωστή διάρκεια αγωγής.