Άρθρα

Η σύμβαση Πράκτορα – Ασφαλιστικής Επιχείρησης

ως σύμβαση εντολής και οι έννομες συνέπειές της

Αναμφίβολα, ο ρόλος των διαμεσολαβούντων στην ιδιωτική ασφάλιση προσώπων είναι εξαιρετικά σημαντικός και αυτό προκύπτει σαφώς και από το ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Το πλαίσιο αυτό καταλαμβάνει, αφενός, τις σχέσεις τους με τους  πελάτες – ασφαλισμένους και, αφετέρου, τις σχέσεις τους με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέονται συμβατικά και των οποίων τα προϊόντα αναλαμβάνουν να προωθήσουν (με εξαίρεση την κατηγορία των μεσιτών ασφάλισης, ο ρόλος των οποίων διαφοροποιείται ουσιαστικά από τους λοιπούς ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές).

Ο νομικός χαρακτηρισμός των σχέσεων αυτών είναι κρίσιμος, γιατί καθορίζει, από άποψη νομικού αλλά και ουσιαστικού ενδιαφέροντος, αφενός, τον ρόλο και τις υποχρεώσεις των προσώπων αυτών προς κάθε εμπλεκόμενο στην ασφαλιστική πρακτική, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις της επαγγελματικής κατοχύρωσης και διασφάλισης της προσδοκίας των δικαιωμάτων, τα οποία δημιουργούνται στα πλαίσια της άσκησης δραστηριότητάς τους.

Το εθνικό πλαίσιο της χώρας μας, μάλιστα, εξειδικεύει αναλυτικά τον ρόλο και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας διαμεσολαβούντων, χαρακτηρίζοντας και διαφοροποιώντας νομικά τη σχέση εκάστου εξ αυτών των μορφών διαμεσολάβησης με τους πελάτες, από τη μια και με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, από την άλλη.

Σημαντικότατη εξέλιξη, σε σχέση με τον νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση ως σχέση εντολής, αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 867/2014, ΕΕμπΔ 2014, Τόμος ΞΕ σελ. 678 επ. και ΝΟΜΟΣ), η οποία μάλιστα αφορά και στο εκ του νόμου (άρθρο 4 παρ. 4 ν 1569/1985) δικαίωμα για προμήθειες μετά τη λύση της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, κατά τα ειδικώς προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση του Ανώτατου  Δικαστηρίου:
«Με αυτά τα οποία δέχθηκε το Εφετείο, το οποίο επιπλέον εχαρακτήρισε εσφαλμένα τη μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορος σχέση σύμβαση έργου στηριζόμενη μεταξύ των άλλων άρθρων στο άρθρο 700 Α.Κ. και ακολούθως απέρριψε την αγωγή της αναιρεσειούσης, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον εσφαλμένως ερμήνευσε τα άρθρα 4 παρ. 4 Ν.1569/85 και 700 Α.Κ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, η συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατά τα έτη 2005, 2006 και 2007 κατέβαλε την ανάλογη προμήθεια, η οποία ανήλθε σε 759.524,74 ευρώ, 816.532,92 ευρώ και 953.622,76 ευρώ ανά έτος, στην αναιρεσείουσα ασφαλιστική πράκτορα για τις συμβάσεις ασφαλίσεως αυτοκινήτων, οι οποίες ανήλθαν κατά τα ίδια έτη σε 19.087, 21.245 και 23.498 αντιστοίχως και τις οποίες συνήψε με την πελάτιδα εταιρεία με τη μεσολάβηση της αναιρεσειούσης και ακολούθως κατά τα επόμενα έτη η αναιρεσίβλητη απέκλεισε από τις ίδιες συμβάσεις τη διαμεσολάβηση της αναιρεσειούσης χωρίς υπαιτιότητα της τελευταίας και εξακολούθησε να συμβάλλεται απευθείας με την πελάτιδά της, αποστερώντας έτσι από την αναιρεσείουσα την κατά νόμο ανάλογη προμήθειά της και περιορίζοντας τη συνεργασία των στις υπόλοιπες συμβάσεις τις οποίες συνήπτε με τη μεσολάβηση της αναιρεσειούσης και οι οποίες κατά τα ίδια έτη ανήρχοντο στον πολύ μικρό αριθμό των 7, 7 και 10 συμβάσεων ανά έτος και απέφεραν στην τελευταία τα μικρά, εν σχέσει προς τα προηγούμενα, ποσά των 1.935,31 ευρώ, 1.531,71 ευρώ και 1.312,11 ευρώ αντιστοίχως, συνιστά (η συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης) μονομερή, σοβαρή και ιδιαιτέρως βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εις βάρος της αναιρεσειούσης ασφαλιστικής πράκτορος και εξομοιώνεται προς έμμεση καταγγελία.

Η καταγγελία δε αυτή, ερχόμενη σε αντίθεση προς τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 4 Ν. 1569/1985 και γενομένη άνευ δικαιώματος από την αναιρεσίβλητη, συνεπάγεται την οριζομένη από το ίδιο άρθρο συνέπεια, ήτοι την υποχρέωση αυτής για την καταβολή προμήθειας τριών ετών στην αναιρεσείουσα ασφαλιστική πράκτορα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος είναι βάσιμος».

Είναι προφανής η σπουδαιότητα της ανωτέρω απόφασης, η οποία, πέραν της νομικής ερμηνείας της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων του πρώτου, μετά τη λύση της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης.

 Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας