Άρθρα

Η συγκατάθεση του Ασφαλιζόμενου για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα*

Bασική προϋπόθεση σύναψης υγιούς ασφαλιστικής σχέσης αποτελεί χωρίς αμφιβολία η εδραίωση, ήδη από το προσυμβατικό στάδιο της υποβολής της αίτησης ασφάλισης, αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του υποψήφιου ασφαλιζόμενου και της ασφαλιστικής επιχείρησης. 

Η ανάγκη αυτή προκύπτει αβίαστα από τις ρυθμίσεις των άρθρων 3 και 32 του ν. 2496/1997 αλλά και στα πλαίσια της οφειλόμενης καλής πίστης, αφού ουσιαστικά βοηθά την ασφαλιστική επιχείρηση, αφενός, να αποφασίσει αν θα προβεί σε αποδοχή της αίτησης ασφάλισης, με τα στοιχεία που αυτή η αίτηση περιέχει, και, αφετέρου, να υπολογίσει το ασφάλιστρο που αναλογεί στον αναλαμβανόμενο κίνδυνο. Η γνώση, συνεπώς, των κρίσιμων εκείνων στοιχείων που σχετίζονται με τον καλυπτόμενο κίνδυνο και τα οποία, κατά κανόνα, λαμβάνονται μέσω των απαντήσεων του σχετικού ερωτηματολογίου που παρέχονται καλόπιστα από τον υποψήφιο ασφαλιζόμενο είναι καθοριστική.

Όμως, στο πλαίσιο της προσπάθειας ουσιαστικής εκτίμησης του κινδύνου, η ασφαλιστική επιχείρηση, πέραν του σχετικού ερωτηματολογίου, στο οποίο ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος οφείλει να απαντήσει με ειλικρίνεια και σαφήνεια, ζητά συνήθως από αυτόν, μέσω του εντύπου της αίτησης, να παρέχει την ειδική συγκατάθεσή του για τη συλλογή, τήρηση, επεξεργασία και λειτουργία αρχείου, κατά κύριο λόγο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αφορούν και στην κατάσταση της υγείας του και στο ιστορικό αυτής. Η συγκατάθεση αυτή συνήθως καλύπτει και τη λήψη και διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων από και προς τρίτους, όπως ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα, κ.λπ. και έχει ως στόχο την ομαλή λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβασης και κατά το στάδιο της εκτίμησης του κινδύνου αλλά και κύρια κατά την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος.

Συνεπώς, ήδη από το στάδιο της υποβολής της σχετικής αίτησης ασφάλισης, ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος παρέχει την ειδική  συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων, με τρόπο που θα πρέπει να είναι σύμφωνος με τα οριζόμενα από  το ν. 2472/1997 (άρθρο 2 περ. ια). Η μη παροχή αυτής της συγκατάθεσης, εφόσον αυτή ικανοποιεί τους όρους και προϋποθέσεις του ν. 2472/1997, είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση της ασφαλιστικής επιχείρησης να προβεί σε αποδοχή της αίτησης ασφάλισης ή και να προκαλέσει τη λύση της συμβατικής σχέσης από την ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον η συγκατάθεση αυτή αρθεί σε μεταγενέστερο της σύναψης χρόνο. 

Η συγκατάθεση αυτή, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη του άρθρου 32 του ν. 2496/1997, το οποίο εξαιρεί εμμέσως από την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης προϋπάρχουσες ασθένειες, για τις οποίες τελούσε σε γνώση ο ασφαλιζόμενος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του, αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων εντός των αντικειμενικά αποδεκτών ορίων, σύμφωνα και με την ασφαλιστική τεχνική. 

Ερώτημα γεννάται ως προς τα όρια της άσκησης αυτής της ευχέρειας που παρέχεται από την συγκατάθεση του ασφαλιζόμενου, στο πλαίσιο της προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του. Τα όρια αυτά θα πρέπει να λειτουργούν επικουρικά για το άρθρο 32 του ν. 2496/1997, με σκοπό να αποτρέπουν τις συνέπειες της γνώσης της προϋπάρχουσας ασθένειας, στο στάδιο πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

Σύμφωνα με την απόφαση 3775/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας (δημοσιευθείσα στη ιστοσελίδα ΝΟΜΟΣ), μετά από αίτηση, αφενός, εταιρείας παροχής ιατρικών υπηρεσιών για την ακύρωση απόφασης επιβολής προστίμου για τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων υγείας και, αφετέρου, αίτηση ασφαλιστικής επιχείρησης για την ακύρωση απόφασης για την επιβολή προστίμου για την παράνομη συλλογή και καταχώρηση προσωπικών δεδομένων υγείας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «(…) η συγκατάθεση προς επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που παρασχέθηκε από την παρεμβαίνουσα στην αιτούσα ασφαλιστική επιχείρηση, ήταν ειδική, όσον αφορά το επίμαχο δεδομένο υγείας και εκπλήρωσε τους όρους του άρθρου 2 περ. ια του ν. 2472/1997, αφού από το περιεχόμενό της προέκυπτε το είδος και ο σκοπός της επεξεργασίας, ο κύκλος των αποδεκτών και το είδος των δεδομένων. Ως εκ τούτου, συνέτρεχε η περ. α της παρ 2 του άρθρου 7 του ν. 2472/1997 (παροχή γραπτής συγκατάθεσης από το υποκείμενο), για την κατ’ εξαίρεση επεξεργασία του επίμαχου υπερηχογραφήματος από την αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία «…………….» [……..], χωρίς να απαιτείται, περαιτέρω, να επαναληφθεί η συγκατάθεση της παρεμβαίνουσας προς την αιτούσα εταιρεία παροχής ιατρικών υπηρεσιών «…..» προκειμένου αυτή να το διαβιβάσει στην ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία».

Σε κάθε περίπτωση, η χρήση της ευχέρειας αυτής θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ.


 *Ο κ. Θεόδωρος Κουτσούμπας είναι Δικηγόρος – Διδάκτορας Νομικής (e-mail: [email protected])

Μια συνεργασία της “Α.Α.” με το περιοδικό “Συνήγορος”

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας