Άρθρα

Η παροχή Ασφαλιστικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Οδηγία IDD

Aναμφίβολα, η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αποκάλυψε τις ελλείψεις και αδυναμίες του χρηματοοικονομικού συστήματος και εντός της ΕΕ αλλά και ευρύτερα, σε ένα ήδη διαμορφωμένο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Η κρίση ανέδειξε την ανάγκη αύξησης των επιπέδων προστασίας του καταναλωτή, μέσα από ένα πιο αποτελεσματικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο θα επέβαλε καλύτερες συνθήκες διαφάνειας και ανταγωνιστικότητας, όπως και ουσιαστικότερης επαγγελματικής κατάρτισης εκείνων, οι οποίοι ασχολούνται με την προώθηση σύνθετων τεχνικά προϊόντων, που μεταφέρουν διαφορετικών επιπέδων κινδύνους για τον αποδέκτη τους.

Στον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης, οι υφιστάμενες ιδιαιτερότητες, ως εκ της φύσης και των χαρακτηριστικών του ασφαλιστικού προϊόντος και των καναλιών μέσω των οποίων το προϊόν αυτό προωθείται στους αποδέκτες του, είχε καταστεί φανερό, ακόμη και πριν την εμφάνιση της κρίσης, ότι είχε ανάγκη αναβάθμισης των επιπέδων προστασίας των αποδεκτών του, οι οποίοι είχαν πάψει προ πολλού να είναι οι αγοραστές ενός “παραδοσιακού” ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Ειδικά σε σχέση με τα κανάλια προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων, το πρώτο βήμα, το οποίο έγινε με την υιοθέτηση της Οδηγίας 2002/92 (οδηγία IMD Ι), αφορούσε μόνο στα διαμεσολαβούντα πρόσωπα, τα οποία καλύπτουν το 50% περίπου της αγοράς στην ΕΕ, αφήνοντας εκτός ρύθμισης το υπόλοιπο μη ευκαταφρόνητο ποσοστό, το οποίο διατίθεται είτε από τις ίδιες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είτε μέσω άλλων διαδικασιών.

Παράλληλα, από την εφαρμογή της οδηγίας (IMD I) σταδιακά διαπιστώθηκε η ανάγκη αναβάθμισης του επιπέδου της πληροφόρησης, η οποία είναι αναγκαία για τον καταναλωτή. Επίσης, στην πορεία αναδείχθηκαν οι αυξανόμενες ανάγκες για αντιμετώπιση ζητημάτων σύγκρουσης συμφερόντων και για επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου διαφάνειας. Λόγω, δε, του χαρακτήρα της Οδηγίας ως ελάχιστης εναρμόνισης, σύντομα διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή της δεν πραγματοποιείτο με ομοιόμορφο τρόπο στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών, επιτρέποντας έτσι ένα σημαντικό βαθμό αποκλίσεων, οι οποίες, όμως, αποδείχθηκαν ικανές να συμβάλουν ουσιαστικά στη διατήρηση, σε σημαντικό βαθμό, του κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς της ιδιωτικής ασφάλισης της ΕΕ.

Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα αδύνατα σημεία της ευρωπαϊκής αγοράς Ιδιωτικής Ασφάλισης, αφού, παρά τις πολυετείς προσπάθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την υιοθέτηση σειράς οδηγιών για τον εναρμονισμό των δικαίων των κρατών-μελών σχετικά με την ανάληψη, άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων και την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των διαμεσολαβούντων σ’ αυτή προσώπων στην ΕΕ, καθώς και τη διασφάλιση των θεμελιωδών ελευθεριών της εγκατάστασης και της διασυνοριακής παροχής των ασφαλιστικών υπηρεσιών, και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και για τα διαμεσολαβούντα στην ιδιωτική ασφάλιση πρόσωπα, εντούτοις, η αγορά αυτή παραμένει, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, σε σημαντικό βαθμό κατακερματισμένη.

Ο κατακερματισμός αυτός, και στο επίπεδο της δραστηριοποίησης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και της διακίνησης των προϊόντων τους, αλλά και στο επίπεδο της κινητικότητας των επαγγελματιών, οι οποίοι έχουν ως επαγγελματική ενασχόληση την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, οφείλεται σε σειρά παραγόντων, με εξέχοντα αυτόν της διαφοροποίησης των Δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά στην ασφαλιστική σύμβαση, καθώς και κάθε άλλη διαφοροποίηση, που επιβάλλεται στη διαδικασία διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων διασυνοριακά και η οποία αυξάνει σημαντικά το κόστος του εγχειρήματος διείσδυσης της αγοράς άλλου κράτους-μέλους, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό δυσχερή τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης. Ας σημειωθεί ότι η οδηγία 2002/92 δεν ασχολείται με το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων ούτε με το ζήτημα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης και την ύπαρξη ειδικού μητρώου των προσώπων που δραστηριοποιούνται στον χώρο, ζητήματα τα οποία συμβάλλουν στην άμεση και εύκολη πληροφόρηση των καταναλωτών. Σαν συνέπεια, οι υφιστάμενες ελλείψεις στην ουσία δεν βοηθούν στην επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ασφαλιστικών υπηρεσιών, είτε στον χώρο της παραγωγής, είτε σ’ αυτόν της διαμεσολάβησης και της διάθεσης.

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω εξαιρετικά συνοπτικά αναφερόμενα σε σχέση με την ενιαία ασφαλιστική αγορά, σημαντικότατο βήμα προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης της προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων στην ΕΕ αποτελεί η αναμενόμενη οδηγία για τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, η οποία ευρίσκεται στο τελικό στάδιο για να υιοθετηθεί εντός των επόμενων –ελπίζουμε– εβδομάδων, ως η δεύτερη οδηγία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (IMD II), η οποία από τον Σεπτέμβριο του 2014 έχει μετονομαστεί, λόγω του εκτεταμένου πεδίου το οποίο φιλοδοξεί να καλύψει, σε IDD (Insurance Distribution Directive). Για την ενσωμάτωσή της στο εσωτερικό τους Δίκαιο τα κράτη-μέλη θα έχουν δύο χρόνια στη διάθεσή τους.

Η νέα οδηγία που αναθεωρεί την οδηγία 2002/92 (η τελευταία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με το ΠΔ 190/2006), στοχεύει στη βελτίωση των συνθηκών επίτευξης της ενιαίας αγοράς, μέσω της αναβάθμισης των κανόνων διάθεσης των ασφαλιστικών προϊόντων σε ένα περιβάλλον δίκαιων ανταγωνιστικών συνθηκών και ενδυνάμωσης της θέσης του καταναλωτή ασφαλιστικών προϊόντων. Είναι, δε, σαφές ότι αποτελεί πλαίσιο που κύριο στόχο έχει την προστασία του καταναλωτή ασφαλιστικών προϊόντων, παραμένει όμως και αυτή ως οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης.

Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της επιχειρείται για την κάλυψη κάθε μορφής διάθεσης στην αγορά ασφαλιστικών προϊόντων και όχι μόνο μέσω των προσώπων που ασκούν ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Συνεπώς, η νέα οδηγία θα καταλαμβάνει κάθε μορφή πώλησης, είτε αυτή πραγματοποιείται από επαγγελματία διαμεσολαβητή, είτε από ασφαλιστική επιχείρηση, είτε από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συστηματικά ή μη εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων.
Μεταξύ των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται, πέραν των διαμεσολαβούντων στην ιδιωτική ασφάλιση προσώπων και των ιδίων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όταν αυτές προβαίνουν σε απευθείας πώληση, και κάθε άλλο πρόσωπο, το οποίο εμπλέκεται επικουρικά στη διαχείριση και εκπλήρωση των όρων των ασφαλιστικών συμβάσεων, την πραγματογνωμοσύνη και τη διαχείριση των απαιτήσεων ασφαλισμένων, τη συλλογή πληροφοριών και τη σύγκριση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και παροχή κάθε είδους σχετικά με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια πληροφοριών. Επίσης, θα καταλαμβάνει τα πρόσωπα τα οποία ασχολούνται ευκαιριακά με τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων.

Μεταξύ των στόχων της νέας οδηγίας είναι η εξασφάλιση από πλευράς παρόχων έντιμης και δίκαιης συμπεριφοράς, με αυξημένη επαγγελματική υπευθυνότητα και δίκαιη πληροφόρηση, προσαρμοσμένη στα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του καταναλωτή.

Εντός του πλαισίου ρυθμίσεων της νέας οδηγίας θα είναι η διαχείριση και η αποφυγή περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, μέσω της βελτίωσης των επιπέδων ενημέρωσης και διαφάνειας σε υποχρεωτικό επίπεδο, της επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων σε περίπτωση παράβασης των θεσμοθετημένων υποχρεώσεων για σωστή και αντικειμενική συμβουλή.

Βασικό στοιχείο αναβάθμισης της επαγγελματικής συμπεριφοράς αποτελεί για την οδηγία η αναβάθμιση των επαγγελματικών προσόντων, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες της πώλησης σύνθετων, δομημένων προϊόντων, τα οποία περιέχουν και επενδυτικό σκέλος. Προς τον σκοπό αυτόν, η νέα οδηγία θα ενισχυθεί σημαντικά στην εφαρμογή της και από τον ήδη ισχύοντα Κανονισμό 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 352 9 Δεκεμβρίου 2014), σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν τα συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασισμένα σε ασφάλιση (PRIIPs). Οι υφιστάμενες από την πρώτη οδηγία προϋποθέσεις για την προστασία του ασφαλιζόμενου-επενδυτή θα διευρυνθούν από τη νέα οδηγία, η οποία στοχεύει στη βέλτιστη διασφάλιση των συμφερόντων του πελάτη, με την τήρηση του κριτηρίου αξιολόγησης συμβατότητας (appropriateness) και καταλληλότητας (suitability), παρόμοια με τα εφαρμοζόμενα στην αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID I και MiFID II).

Στον τομέα της διασυνοριακής παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών, η νέα οδηγία φιλοδοξεί να απλοποιήσει τις διαδικασίες διείσδυσης, με κύριο στόχο τη δημιουργία ενός σημείου αναφοράς σε κάθε κράτος-μέλος αλλά και σε επίπεδο ΕΕ, για άμεση δημόσια πρόσβαση από τον καταναλωτή για πληροφορίες που σχετίζονται με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και τα βοηθητικά αυτής πρόσωπα.

Σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της προστασίας του καταναλωτή είναι και η βελτίωση των επιπέδων διαφάνειας σε σχέση με τις κάθε είδους αμοιβές και προμήθειες, καθώς και κάθε άλλης μορφής επιβάρυνση του κόστους παροχής υπηρεσιών των διαμεσολαβούντων, τον τρόπο και τη βάση υπολογισμού τους, τον βαρυνόμενο με την καταβολή και κάθε στοιχείο διαφάνειας.

Παράλληλα, στις πωλήσεις πακεταρισμένων προϊόντων θα επιβάλλεται από την οδηγία υποχρέωση ανάλυσης των πληροφοριών για κάθε επί μέρους προϊόν, αν υπάρχει δυνατότητα μεμονωμένης αγοράς του, ανεξάρτητα από το υπόλοιπο πακέτο, καθώς και το κόστος και τα λοιπά αναλυτικά οικονομικά στοιχεία του πακέτου και των επί μέρους προϊόντων του.

Χωρίς αμφιβολία, ο συνδυασμός της επίδρασης της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, η οποία επιβάλλει την εκ νέου ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών με στόχο τη μεγαλύτερη διασφάλιση κύρια των καταναλωτών, αφενός, και η διαρκής εξέλιξη της αγοράς της ιδιωτικής ασφάλισης σε μία όλο και πιο τεχνική και πολύπλοκη αλλά και ανταγωνιστική προς τον χώρο των χρηματοπιστωτικών μέσων αγοράς, αφετέρου, επιβάλλουν τη θέσπιση του νέου πλαισίου, το οποίο θα μπορεί να στηρίξει επάξια την εσωτερική αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης στη νέα της μορφή.

 

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε Συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

 

 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας