Η γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού και οι επιπτώσεις του στις χρηματοοικονομικές αγορές
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
Τη στιγμή που και στην Ελλάδα μας απασχολεί εντονότατα το ζήτημα των εργασιακών μεταρρυθμίσεων και της αναδιαμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος, πολλοί από εμάς έχουμε εγκλωβιστεί σε μια ατέρμονη και ίσως μάταιη καταγγελία όλων των αλλαγών που προετοιμάζονται ή έχουν ήδη γίνει, ως έξωθεν επιβληθείσες συνθήκες εξαθλίωσης. Μήπως, όμως, ξεχνάμε να δούμε τη συνολικότερη εικόνα, που θέτει ίσως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, όχι μόνο εμείς αλλά και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί, στο αληθινό τους πλαίσιο;
Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια εξαιρετικά σημαντική αλλαγή που αφορά στον πληθυσμό της και που θα δημιουργήσει στο μέλλον πολυεπίπεδα, δυσεπίλυτα προβλήματα.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνάει. Η ισορροπία μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων αλλάζειδραματικά. Ωστόσο, ελάχιστοι ασχολούνται με αυτό το ζήτημα, που είναι ήδη εδώ, έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τις επιπτώσεις του και όμως, εξακολουθούμε να κάνουμε πως δεν το βλέπουμε.
Στο άρθρο που παραθέτουμε στη συνέχεια, ο B. Pfiser μιλάει για το ζήτημα που όλοι σχεδόν επιλέγουν να κάνουν πως δεν το πρόσεξαν. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την οπτική του επί της αντιμετώπισης του προβλήματος, αλλά θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ποιες είναι οι προοπτικές που η γενιά των σημερινών εργαζομένων θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε συμμετοχή στη διαμόρφωση των μέτρων, που αργά ή γρήγορα θα παρθούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος και που θα αλλάξουν σημαντικά τη ζωή όλων μας.
Η ευρωπαϊκή οικονομία διανύει μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από δημόσια χρέη, χαμηλή οικονομική δραστηριότητα και, σε ορισμένες περιοχές, ανησυχητικά υψηλά επίπεδα ανεργίας. Αντιμέτωποι με τόσο πιεστικά ζητήματα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την Ευρώπη έχουν παραπάνω από αρκετά θέματα να διαχειριστούν, προκειμένου να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Παρόλα αυτά, οι οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γηραιά Ήπειρος δεν περιορίζονται σε αυτά τα άμεσα προβλήματα. Αντιθέτως, υπάρχει ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο, για τον οποίο δεν μιλά κανείς και ενδέχεται να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες των προκλήσεων: η γήρανση του πληθυσμού.
Το baby boom στην Ευρώπη συνέβη περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η αναλογία, επομένως, μεταξύ των ανθρώπων που θα έχουν βγει στη σύνταξη και του εργαζόμενου πληθυσμού θα αυξηθεί κατά συνέπεια σημαντικά, στο άμεσο μέλλον. Αυτό, αναπόφευκτα, θα σημάνει και αλλαγές σε ένα βαθμό εντός των κοινωνιών, καθώς οι γηραιότεροι πολίτες θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Η αλλαγή που προβάλλεται περισσότερο είναι το αυξημένο κόστος συντάξεων και υγειονομικής περίθαλψης και η επιβάρυνση που προκαλούν στις οικονομίες. Ωστόσο, η επίδραση των συνταξιούχων ξεπερνά το κόστος που συνεπάγεται η χρηματοδότηση των συντάξεών τους. Οι συνταξιούχοι είναι μια δυναμική ομάδα που καταναλώνει και παίρνει επενδυτικές αποφάσεις. Δεδομένου ότι ο αντίκτυπος αυτών των αποφάσεων μεγαλώνει, θα υπάρξει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την ευρύτερη οικονομία.
Στο παρόν άρθρο εξετάζεται το πώς η τρίτη ηλικία μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές αγορές και επιχειρεί να προσδιορίσει κάποιες από τις προκλήσεις που θα τεθούν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη, μεσομακροπρόθεσμα.
Η περίπτωση των ΗΠΑ είναι ένα ενδιαφέρον προηγούμενο, καθώς εκεί αντιμετώπισαν τις συνέπειες του baby boom περίπου μια δεκαετία νωρίτερα. Το διάγραμμα συγκρίνει τον πραγματικό δείκτη τιμής προς κέρδη (S&P500 P/E) μέχρι και το 2011, με την εξέλιξη του δείκτη τιμής προς κέρδη βασισμένου στη δημογραφική εξέλιξη. Είναι εντυπωσιακό πώς οι δύο γραμμές αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη. Αυτό αποδεικνύει πως, τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, το χρηματιστήριο των ΗΠΑ αναπτύχθηκε περισσότερο ή λιγότερο, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές τάσεις. Το διάγραμμα, επίσης, δείχνει μια μελλοντική εκδοχή του δείκτη τιμής προς κέρδη, βασισμένη στο δημογραφικό, η οποία υποδηλώνει παρατεταμένη τάση χαμηλών αποτιμήσεων των μετοχών.
Ο συσχετισμός μεταξύ δημογραφικών στοιχείων και του δείκτη σε βάθος χρόνου καταδεικνύει τη μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των baby boomers, καθώς σταματούν να εργάζονται και πωλούν περιουσιακά τους στοιχεία, ιδιαίτερα όσα ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη συνταξιοδότησή τους. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως οι επενδυτές μεγαλύτερης ηλικίας είναι λιγότερο ανεκτικοί ως προς τους κινδύνους από ό,τι οι νεότεροι σε ηλικία. Επιπλέον, η Ευρώπη γερνάει γρηγορότερα από την Αμερική, καθώς ο πληθυσμός της μειώνεται, την ίδια στιγμή που επίσης γερνάει. Ο πληθυσμός των ΗΠΑ αυξήθηκε 9 φορές περισσότερο από ό,τι της Ευρώπης τα τελευταία 20 χρόνια (22,5% έναντι 2,5%). Σύμφωνα με τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών, ο συνολικός πληθυσμός της Ευρώπης θα φτάσει στο υψηλότερό του σημείο το 2020.
Ο συνδυασμός πληθυσμού που γερνάει και εργατικού δυναμικού που μειώνεται θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Όπως ήδη αναφέραμε, οι συνταξιούχοι τείνουν να αποφεύγουν το ρίσκο και, καθώς αυξάνονται ως μέρος του επενδυτικού κοινού, οι επενδυτές θα προβλέπουν ότι οι μετοχές θα έχουν χαμηλές αποδόσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα εμποδίζουν τις επιδόσεις των χρηματιστηρίων. Επιπλέον, ο γερασμένος πληθυσμός συνεπάγεται σχετική έλλειψη εργατικού δυναμικού, μειωμένους δείκτες παραγωγικότητας και μειωμένες αποδόσεις κεφαλαίων, τα οποία μειώνουν επίσης τις αξίες του ενεργητικού.
Η επίδραση της αλλαγής στη δομή του πληθυσμού της Ευρώπης θα είναι επιβαρυντική στα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία, τα οποία οδηγούν τους επενδυτές σε λύσεις που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως πιο ασφαλείς. Επιπρόσθετα, οι νέοι κανονισμοί, όπως η Βασιλεία ΙΙΙ, το Solvency II και οι νόμοι για την προστασία των καταναλωτών, υποστηρίζουν και επιταχύνουν την τάση αυτή. Οι επόπτες αναγκάζουν τις τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και ιδιαιτέρως τις ασφαλιστικές εταιρείες να επιλέγουν επενδύσεις χαμηλού ρίσκου. Το αποτέλεσμα αυτής της επενδυτικής συμπεριφοράς είναι ένα ασύμμετρο σχέδιο επενδύσεων, το οποίο στην ουσία παραγκωνίζει τον ιδιωτικό τομέα, προτιμώντας κρατικά ομόλογα.
Η τάση αυτή είναι ήδη εμφανής σε θεσμικό επίπεδο. Ο τομέας των επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει αποθέματα ρευστότητας. Επιπλέον, οι επενδυτές έχουν ήδη μειώσει, σε πολλές περιπτώσεις, το στοιχείο του κινδύνου από τα χαρτοφυλάκια περιουσιακών τους στοιχείων. Οι Ευρωπαίοι ασφαλιστές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχουν επενδύσει σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, με μικρές έως πολύ μικρές πιστώσεις ιδίων κεφαλαίων. Η αξία του real estate ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων έχει αυξηθεί, αν και το επενδυτικό φάσμα είναι περιορισμένο, ειδικά σε μικρές αγορές. Τέλος, τα περισσότερα εταιρικά συνταξιοδοτικά προγράμματα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι υποχρηματοδοτούμενα.
Αυτή η κατάσταση, βεβαίως, είναι κάθε άλλο παρά ιδανική, καθώς ωθεί προς τα κάτω τις αποδόσεις των επενδύσεων χαμηλού κινδύνου, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους επενδυτές να επιτύχουν τις αποδόσεις που στοχεύουν. Σε αυτό το πλαίσιο, μια μεγάλη ελβετική εταιρεία συμβούλων δήλωσε πρόσφατα πως τα ομόλογα που εξέδωσε η Ελβετική Συνομοσπονδία είναι απίθανο να παράγουν 2% ετήσιες αποδόσεις στην επόμενη δεκαετία.
Αυτό το είδος οικονομικού περιβάλλοντος μπορεί να προκαλέσει πιστωτική κρίση στην οικονομία. Αν ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει κεφάλαια για να επενδύσει, η οικονομική δραστηριότητα γίνεται νωθρή και καταστέλλει το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει σήμερα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ομολογουμένως αυτό πιθανότατα θα πυροδοτήσει κάποιου είδους αντιδράσεις, όπως, για παράδειγμα, ο τομέας των επιχειρήσεων να επανακεφαλαιοποιείται μέσω ομολόγων και όχι μέσω μετοχών ή οι επενδυτές να στρέφονται αλλού για υψηλότερες αποδόσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι αντιδράσεις αυτές θα υποσκελίζονται από την πιο ισχυρή κινδυνόφοβη συμπεριφορά.
Μια πιστωτική κρίση αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια, προκειμένου να δώσουν ανάσα ζωής στην οικονομία. Αυτή η τακτική έχει οπωσδήποτε κάποια οφέλη, αφού ενθαρρύνει τις επενδύσεις και κρατά τις αποπληρωμές δανείων και το κόστος αναχρηματοδότησης σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί προβληματική σε μακροχρόνιο ορίζοντα, καθώς η αύξηση της προσφοράς ή η αύξηση της ζήτησης δεν αντικατοπτρίζονται κατ’ ανάγκην στις τιμές και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επενδυτικές φούσκες. Αυτό το σενάριο το είδαμε πρόσφατα στην Ευρώπη, κυρίως με τη μορφή της άνθησης του real estate, την οποία αμέσως ακολούθησε η κατάρρευση στο Η.Β, την Ιρλανδία και την Ισπανία.
Ανακεφαλαιώνοντας, αυτή τη στιγμή η Ευρώπη διανύει μια δύσκολη περίοδο από οικονομικής άποψης, κυρίως λόγω των εξαιρετικά υψηλών επιπέδων χρεών και της υποτονικής οικονομικής δραστηριότητας. Η επικείμενη γήρανση του πληθυσμού της, υποβοηθούμενη από τις αυστηρότερες κανονιστικές ρυθμίσεις, θα αποτελέσει πρόκληση για την οικονομική βιωσιμότητά της, ακόμα περισσότερο, καθώς συμπεριλαμβάνει μια τάση «φυγής προς την ασφάλεια» στις χρηματοοικονομικές αγορές και μειώνει τους δείκτες παραγωγικότητας, αφού το ποσοστό των απασχολούμενων ανθρώπων πέφτει σε σχέση με το ποσοστό των συνταξιούχων. Η άμεση απάντηση σε αυτή την κατάσταση φαίνεται πως προϋποθέτει τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Η άλλη επιλογή (ο πληθωρισμός) είναι το ίδιο αν όχι περισσότερο μη βιώσιμη λύση, καθώς αυξάνει απαράδεκτα το κόστος του χρέους, δεδομένης της σημερινής κατάστασης των δημόσιων οικονομικών πολλών χωρών, και σε κάθε περίπτωση θα ήταν και ασύμβατο με τους στόχους των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών ως προς τον πληθωρισμό.
Και αυτή η περίπτωση, όμως, έχει προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτή την κατάσταση ήταν η Ιαπωνία, που αντιμετώπισε τη γήρανση του πληθυσμού της σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, το οποίο ακολούθησε την εκπληκτική της επιτυχία στη δεκαετία του ’80. Την περίοδο της ευημερίας ακολούθησε η οικονομική κρίση, όταν έσκασε η φούσκα του real estate και της αγοράς μετοχών στις αρχές του ’90, γεγονός που σηματοδότησε την απαρχή μιας μακράς περιόδου στασιμότητας. Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ έπεσε από το 4,6% των προηγούμενων 20 χρόνων στο ισχνό
0,9 % στα επόμενα 20 χρόνια. Το 1990, το ποσοστό των συνταξιούχων στην Ιαπωνία σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του. Ο εργαζόμενος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται με αργούς ρυθμούς για λίγα ακόμη χρόνια, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε μια σταθερή μείωσή του, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί για πολλές δεκαετίες στο μέλλον.
Μέχρι το 2010 ο εργαζόμενος πληθυσμός της Ιαπωνίας μειώθηκε περισσότερο από 5% σε σύγκριση με το 1990, την ίδια περίοδο που ο πληθυσμός των άνω των 65 ετών υπερδιπλασιάστηκε, από 17 σε 37 εκατ. Προφανώς, αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή στην πληθυσμιακή δομή της χώρας.
Την ίδια στιγμή και η πληθυσμιακή δομή εντός της Ευρώπης μπορεί να αλλάξει το ίδιο ή και περισσότερο, δεδομένης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και των σημερινών δημογραφικών τάσεων. Το παραπάνω γράφημα, το οποίο απεικονίζει το δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων στη Γερμανία, υπογραμμίζει αυτή τη διαπίστωση. Αυτός ο δείκτης συγκρίνει τον πληθυσμό άνω των 65 με τον πληθυσμό 15- 64 (που θεωρητικά μπορεί να εργάζεται). Το σχεδιάγραμμα δείχνει μια μαζική προβλεπόμενη αύξηση του δείκτη για μετά το 2020, καθώς ο αριθμός των νέων συνταξιούχων αυξάνεται πολύ γρηγορότερα από τον αριθμό των νέων εργαζομένων.
Η συνδυασμένη επίδραση των δημογραφικών στοιχείων και των ρυθμιστικών απαιτήσεων απειλεί να οδηγήσει την Ευρώπη στον ολισθηρό κατήφορο της οικονομικής δυσπραγίας, που αντιμετωπίζει σήμερα η Ιαπωνία. Σκεφθείτε τα παρακάτω:
– Μια μακρά περίοδος εξαιρετικά χαμηλών δεικτών, που είναι σημεία αναφοράς, καθορισμένων από την Κεντρική Τράπεζα.
– Υπερχρεωμένες τράπεζες, με αποτέλεσμα μεγάλο αριθμό τραπεζών-φαντάσματα που απλώς επιβιώνουν με την αγορά κρατικών ομολόγων και ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον, αντί να κάνουν την πραγματική δουλειά τους.
– Μηδενικά ερεθίσματα ανάπτυξης από το Δημόσιο τομέα.
– Πιστωτική κρίση στον Ιδιωτικό τομέα.
– Χαμηλές αναπτυξιακές προοπτικές, που απειλούν με ένα παρατεταμένης διάρκειας αντιπληθωριστικό/αποπληθωριστικό περιβάλλον.
Πρόκειται για ένα ζοφερό σενάριο, αλλά μπορούμε να το αποφύγουμε; Από δημογραφικής άποψης, σίγουρα όχι. Η γήρανση του πληθυσμού είναι γεγονός που υποστηρίζεται από πλήθος στοιχείων. Ωστόσο, στο μέτωπο των επενδύσεων, οι υψηλότερες προοπτικές ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών ίσως θα μπορούσαν να αποτελέσουν την τονωτική ένεση που τόσο χρειάζεται ο Δυτικός κόσμος. Η απαίτηση των αυριανών συνταξιούχων για υψηλότερες αποδόσεις και η ανάγκη των αναδυόμενων χωρών για περισσότερα κεφάλαια θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν μέσω των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του ανεπτυγμένου κόσμου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναδυόμενες οικονομίες θα μπορούσαν, επίσης, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ελλείμματος του ανεπτυγμένου κόσμου, καθώς είναι σχετικά νεότερες και κατά πάσα πιθανότητα ο πληθυσμός τους θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Παρόλα αυτά, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, τουλάχιστον όχι ακόμα. Για αρχή οι αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να χαλαρώσουν τους κεφαλαιακούς ελέγχους τους. Επιπλέον, οι ρυθμιστικοί περιορισμοί που δεσμεύουν τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια, τα εμποδίζουν από το να αποκτήσουν ένα σημαντικό μερίδιο στις διαφοροποιημένες επενδύσεις παγκόσμια. Είναι επίσης σημαντικό να μην τοποθετηθούν όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι, καθώς μια πιθανή μαζική εισροή κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές, θα μπορούσε να τις οδηγήσει σε “υπερθέρμανση”. Όμως, οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού συνιστούν πολύ μεγάλο πρόβλημα για να το παραβλέψουμε και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να το συνυπολογίσουν στα μελλοντικά σχέδιά τους, ειδικά εν μέσω της τρέχουσας κατάστασης των μη βιώσιμων δημόσιων χρεών και των υποχρηματοδοτούμενων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Ο έντονος αντίκτυπος των νέων ρυθμίσεων μόνο βάρος προσθέτει σε αυτές τις μάλλον μελαγχολικές προοπτικές. Προσθέστε στο μείγμα τις πολιτικές ατζέντες των Κεντρικών Τραπεζών και προκύπτει ένα συμπαγές πακέτο τάσεων και βραχυπρόθεσμων συμφερόντων που βαρύνει τις αγορές. Κάτι πρέπει να γίνει.
Κάποιες αλλαγές έχουν ήδη δρομολογηθεί. Για παράδειγμα, ορισμένες χώρες προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες συνυπολογίζουν την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Το 2010, ο δείκτης συμμετοχής του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού ηλικίας 55-64 της Ευρώπης ήταν περίπου στο 50%. Η Ελβετία ήταν από τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό, που ξεπερνούσε το 80%. Επιπλέον, πολλές χώρες αυξάνουν την ηλικία συνταξιοδότησης, ως μια αντίδραση στα διευρυμένα κενά που υπάρχουν στη χρηματοδότηση συνταξιοδοτικών συστημάτων. Πολλές ακόμα θα ακολουθήσουν. Παράλληλα, και η δυναμική του ηλικιωμένου πληθυσμού, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, θα επηρεάσει τις καταναλωτικές συνήθειες, τονώνοντας τη ζήτηση σε ένα φάσμα τομέων όπως η υγειονομική περίθαλψη και η αναψυχή. Την ίδια στιγμή, για να μπορέσουν οι συνταξιούχοι να πληρώσουν γι’ αυτές τις υπηρεσίες, θα χρειαστούν επαρκείς συντάξεις. Αυτό υπογραμμίζει ακόμα μια φορά την ανάγκη να ληφθούν μέτρα, τόσο από την πλευρά των ίδιων των συνταξιούχων όσο και σε θεσμικό και εθνικό επίπεδο.
Για να καταλήξουμε, λοιπόν, ο πληθυσμός που γερνάει επηρεάζει τις χρηματοοικονομικές αγορές με τρόπο που δεν ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη, ειδικά εν όψει της τρέχουσας κατάστασης στην Ευρώπη. Το να ψευτοδιορθώνουμε μέσες άκρες του προβλήματος, μέσω της αύξησης των δαπανών και της μείωσης των επιτοκίων, δεν αποτελεί μια βιώσιμη λύση μακροπρόθεσμα. Χρειάζονται θεμελιώδεις αλλαγές.
Τα οικονομικά δεν είναι, ομολογουμένως, μια ακριβής επιστήμη και οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά δύσκολες. Οι άνθρωποι θα συνταξιοδοτούνται πλέον αργότερα στη ζωή τους και οι πιο ευέλικτες μορφές εργασίας θα αυξηθούν. Αυτό συμβαίνει ήδη. Η δομή της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίζει να αλλάζει, όπως συνέβαινε πάντα. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί δικαιολογία, για να υιοθετήσουμε μια στάση του τύπου “περιμένουμε και βλέπουμε” στο θέμα της γήρανσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το θέμα αυτό ξεπερνά το αμιγώς οικονομικό πεδίο, είναι μια θεμελιώδης κοινωνική βεβαιότητα, που οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν, πιθανότατα υιοθετώντας μέτρα που στην αρχή σίγουρα θα φανούν ριζοσπαστικά.
Αν οι παραδοσιακά ασφαλείς επενδύσεις (ομόλογα, real estate) πάψουν να είναι ελκυστικές, πού θα στραφούν οι επενδυτές; Θα τους επιτρέψει το ρυθμιστικό καθεστώς να υιοθετήσουν πραγματικά την υπόσχεση της παγκοσμιοποίησης; Ο χρόνος θα δείξει. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν πως, στη μάχη με την παγκόσμια γήρανση των πληθυσμών, η τύχη θα ευνοήσει τους τολμηρούς.
Αναφορές
l Bloomberg (2012) Available at http://www.bloomberg.com/
l Krueger, D., and Ludwig, A. (2007) “On the Consequences of Demographic Change for Rates of Returns to Capital, and the Distribution of Wealth and Welfare”, Journal of Monetary Economics, 54(1): 49-87.
l Liu, Z. and Spiegel, M. M. (2011) Boomer Retirement: Headwinds for U.S. Equity Markets?, FRBSF Economic Letter N.26, San Francisco: Federal Reserve Bank of San Francisco.
l Reisen, H. (2004) Demography, Exchange Rates and Financial Assets: A Two-Country Perspective, OECD paper, presented at CFS-Allianz Group Conference on “Capital markets in the long-term: Demography, economic development and funded pensions systems”, Frankfurt/Main, on 23 September.
l UN Population Division (2011) Available at http://www.un.org/esa/population/unpop.htm.
l U.S. Census Bureau (2010) 2010 Census Data. Available at http://2010.census.gov/2010census/data/index.php.