Δικαιώματα Διαμεσολαβούντων σε λύση/λήξη συνεργασίας με την ασφαλιστική εταιρεία
Ο κ. Στέλιος Χ. Κόκιος, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, D.E.S. Πανεπιστημίου Παρισίων, με αφορμή δημοσίευμα της «Α.Α.» του τεύχους της 1ης Φεβρουαρίου, προσθέτει και τη δική του νομική άποψη σχετικά με τα δικαιώματα των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, μετά τη λύση/λήξη της συνεργασίας τους με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στο δικαίωμα αποζημίωσης επί μία τριετία και στην αξίωση για την αποζημίωση της πελατείας που δημιούργησαν, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους.
«Με αφορμή και σε συνέχεια του εμπεριστατωμένου άρθρου του δικηγόρου-διδάκτορα Νομικής κ. Θεόδωρου Κουτσούμπα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό σας (Φεβρουάριος 2014, σελ. 92) με τίτλο «Ασφαλιστική Πρακτόρευση και Προμήθεια Παραγωγής», θα ήθελα να προσθέσω τα εξής:
Πράγματι «επί της παραγωγής την οποία επιτυγχάνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους με τις ασφαλιστικές» οι πράκτορες και γενικά όλοι οι διαμεσολαβούντες αποκτούν δικαιώματα και μάλιστα τα εξής δύο:
Α. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική εταιρεία (ασφαλιστής) καταγγείλει τη σύμβαση, που τη συνδέει με τον πράκτορα αλλά και κάθε διαμεσολαβούντα, χωρίς λόγο που να οφείλεται σε βαρύ παράπτωμά του, το οποίο συνεπάγεται αστική ή ποινική του ευθύνη, οφείλει (η ασφαλιστική εταιρεία) να καταβάλλει επί μία τριετία τις προμήθειες που αναλογούν στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για το διάστημα αυτό να παραμένει στην Εταιρεία, όπως προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 4, 16 παρ. 3, 20 παρ. 3 του ν. 1569/1985, όπως ισχύει σήμερα.
Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καταβάλλει τις ανωτέρω προμήθειες, μετά τη λύση της σύμβασης, άνευ λόγου ή για οποιονδήποτε λόγο ακόμα και σπουδαίο (πλην της λύσης για βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβούντος, το οποίο συνεπάγεται αστική ή ποινική του ευθύνη ή αν ο διαμεσολαβητής αποχωρήσει οικειοθελώς).
Υπάρχει η άποψη ότι η ασφαλιστική εταιρεία δεν οφείλει τις προμήθειες αυτές αν καταγγέλλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο. Η άποψη αυτή δεν είναι ορθή, γιατί ο νόμος ανέφερε πράγματι, παλαιότερα, ότι υπάρχει στέρηση των προμηθειών αν η καταγγελία γίνει για σπουδαίο λόγο, αλλά η πρόβλεψη αυτή ίσχυσε μέχρι το 1997, οπότε θεσμοθετήθηκε (ν. 2496/1997) η έννοια του βαρέως παραπτώματος, το οποίο συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη.
Να σημειωθεί, δε, ότι οι δύο αυτές έννοιες (σπουδαίος λόγος και βαρύ παράπτωμα) είναι έννοιες παντελώς διακριτές στο δίκαιο, με διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις. Ειδικότερα:
Τον «σπουδαίο λόγο» γνωρίζει το Δίκαιο σε διάφορες ρυθμίσεις του, π.χ. 672. 766, 725 παρ. 1 εδ. Β΄, 797 Α.Κ., 44 παρ. 1γ και 33 παρ. 2 Ν. 3190/55, Π.Δ. 219/91 κ.λπ., στο δίκαιο «περί εμπορικών και αστικών μισθώσεων», θεμελιούμενο στα άρθρα 281, 288, 588, 672, 766 Α.Κ. κ.λπ.
Το δε «βαρύ παράπτωμα» γνωρίζει το Δίκαιο σε διάφορες –διαφορετικές των ανωτέρω– ρυθμίσεις του, π.χ. 505 (ανάκληση Δωρεάς), 1587 (λύση υιοθεσίας).
Β. Πέρα από το πιο πάνω δικαίωμα αποζημίωσης επί μία τριετία, με βάση τον Νόμο περί ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, κάθε διαμεσολαβητής έχει και μια άλλη αξίωση, σαφώς διακρινόμενη από την πιο πάνω, που είναι η αξίωση για την αποζημίωση της πελατείας που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με την Εταιρεία (ήτοι, από το πελατολόγιο –λίστα/αρχείο– με ονόματα πελατών φυσικών ή νομικών προσώπων και στοιχεία των, όπως ηλικίες, επαγγελματική κατάσταση, γνώσεις και επίπεδο γνώσεων, οικογενειακή κατάσταση, ασθένειες, ανάγκες για ασφαλιστική κάλυψη κ.ά., στοιχεία που αποτελούν για την επιχείρηση άυλο αγαθό άντλησης ωφελειών).
Η αξίωση αυτή είναι ανεξάρτητη του λόγου λύσεως ή λήξεως της συμβάσεως με την Εταιρεία, δηλαδή μπορεί να διεκδικηθεί ακόμα και σε λύση της συνεργασίας για βαρύ παράπτωμα που συνεπάγεται αστική ή ποινική διεκδίκηση που γίνεται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 219/91 και του ν. 3557/07 – 14 παρ. 4στ, που εφαρμόζεται αναλόγως».