Διάθεση Α/Κ από Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές
Στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, οι συνεργασίες μεταξύ των ειδικού αντικειμένου χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων διευρύνονται καθημερινά, άλλοτε με τη δημιουργία σύνθετων, κοινών προϊόντων, τα οποία ενσωματώνουν ποικίλα ετερογενή χαρακτηριστικά, και άλλοτε με τη διάθεση των προϊόντων αυτών μέσω κοινών δικτύων προώθησης και διαμεσολάβησης.
Τα προς διάθεση προϊόντα του χώρου αυτού, είτε αυτά εντάσσονται σε ένα πλαίσιο κανόνων (π.χ. αμιγώς τραπεζικά είτε αμιγώς ασφαλιστικά), είτε γεννώνται με βάση συνδυασμό περισσότερων του ενός νομικών πλαισίων (π.χ. τραπεζοασφαλιστικά, ασφαλιστικά συνδυασμένα με επενδύσεις προϊόντα, unit linked, κ.λπ.), προωθούνται προς το κοινό μέσω καναλιών, τα οποία διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά για τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής προστασίας των αποδεκτών τους, ειδικά όταν οι αποδέκτες αυτοί τυγχάνουν καταναλωτές.
Στο πλαίσιο αυτών των μορφών συνεργασιών του χρηματοοικονομικού χώρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αναπτύσσουν ενίοτε σχέσεις, είτε απ’ ευθείας με εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, είτε με τη διαμεσολάβηση τραπεζών, και προωθούν αμοιβαία κεφάλαια των εταιρειών αυτών διαχείρισης, μέσω των διαφόρων μορφών δικτύων προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων, ήτοι ασφαλιστικών πρακτόρων, με τους οποίους συνάπτουν συμβάσεις εντολής, και ασφαλιστικών συμβούλων, με τους οποίους συνάπτουν συμβάσεις έργου.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας προώθησης αυτών των αμοιβαίων κεφαλαίων, αναπτύσσονται έννομες σχέσεις, οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα διαφορετικά από εκείνα, τα οποία γεννώνται μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, αφ’ ενός με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και αφ’ ετέρου με τους πελάτες τους, ασφαλισμένους, που αφορούν την προώθηση αμιγώς ασφαλιστικών υπηρεσιών. Και βέβαια, πάντα με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά πληρούν τις τυπικές (εγγραφή στο αρμόδιο επιμελητήριο) αλλά και ουσιαστικές προϋποθέσεις (απόκτηση των ουσιαστικών εκείνων γνώσεων οι οποίες, σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, είναι απαραίτητες για την ασφαλή άσκηση της δραστηριότητάς τους).
Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, στο πλαίσιο της προώθησης αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία έχει αναλάβει να αντιπροσωπεύσει η ασφαλιστική επιχείρηση με την οποία αυτός συνεργάζεται, λειτουργεί με βάση ξεχωριστή σύμβαση με την ασφαλιστική επιχείρηση, με την οποία αναλαμβάνει να αντιπροσωπεύσει αυτήν με σκοπό τη διάθεση των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων εταιρείας διαχείρισης, με την οποία ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν έχει ευθεία σχέση αντιπροσώπευσης.
Σε πρόσφατη απόφαση (ΕφΛαρ 99/2014, ΔΕΕ 10/2014 σελ. 978), το Εφετείο Λάρισας όρισε ότι «(…) Επομένως, ο αντιπρόσωπος της εταιρείας διαχείρισης, π.χ. μία ασφαλιστική εταιρεία, έγκυρα συνάπτει στην πράξη νέα σύμβαση για τη διάθεση μεριδίων από άλλο πρόσωπο. Αυτή η αντιπροσώπευση είναι κατά κάποιο τρόπο σε δεύτερο βαθμό, πλην όμως δημιουργείται σχέση πρόστησης μεταξύ της εταιρείας διαχείρισης και του προστηθέντος από την αντιπρόσωπό της εταιρεία, εφόσον μάλιστα η πρώτη ελέγχει με οποιονδήποτε τρόπο την αντιπρόσωπό της και διά μέσου αυτής του προστηθέντα. Η αντιπροσώπευση για τη διάθεση μεριδίων, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, είναι ευρέως διαδεδομένη στην περίπτωση διάθεσης μεριδίων διά μέσου ασφαλιστικών εταιρειών. Σε αυτή την περίπτωση η ασφαλιστική εταιρεία (αντιπρόσωπος της εταιρείας διαχείρισης) συνάπτει χωριστές συμβάσεις με ορισμένα πρόσωπα που χρησιμοποιεί ως πράκτορες παραγωγούς της για τη διάθεση μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου. Οι πράκτορες ή οι παραγωγοί διαθέτουν τα μερίδια ως αντιπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας. Με την εταιρεία, όμως, διαχείρισης δεν συνδέονται με άμεση συμβατική σχέση, πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, συνδέονται με αυτήν δια μέσου της εργοδότιδάς τους ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με σχέση πρόστησης με αυτήν. Ο παραγωγός δεν συνδέεται με την ασφαλιστική εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία προσδίδει στον παραγωγό και την εμπορική ιδιότητα. Ήδη οι παραγωγοί ασφαλίσεων μετονομάστηκαν σε ασφαλιστικούς συμβούλους και ρητά ορίστηκε ότι η σχέση που τους συνδέει με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι σύμβαση έργου, χωρίς να έχουν δικαίωμα υπογραφής και εκπροσώπησης (άρθρο 16 παρ. 1 του Ν 1569/1985, όπως τροποποιήθηκε και το άρθρο 36 παρ. 24 του Ν 2496/1997). Το άρθρο 922 ΑΚ είναι δυνατό να εφαρμοσθεί στην περίπτωση διάθεσης μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου από τον ασφαλιστικό σύμβουλο (ΑΠ 1198/2009 ΔΕΕ 2009, 136) (…)».
Η ανωτέρω απόφαση εισάγει, στη διαδικασία αυτή διάθεσης αμοιβαίων κεφαλαίων μέσω ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, την έννοια της αντικειμενικής ευθύνης του προστήσαντος για τις πράξεις του προστηθέντος (ΑΚ 922), με την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο προστηθείς ενεργεί κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του προστήσαντος ( ΑΚ 481, 486 και 926).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Μια συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ