Άρθρα

Διάθεση Ασφαλιστικών προϊόντων από Τράπεζες

 

  • Αγορά ασφάλισης μέσω τράπεζας
  • Ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή λόγω παράβασης ασφαλιστικής νομοθεσίας
  • Αξιώσεις προβληθείσες από λήπτη

Σχετικά με τα παραπάνω, ενδιαφέρον εμφανίζει απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αποσπάσματα από ΕφΑθ 2392/22015, ΔΕΕ τεύχος 8-9 2015, σελ. 873 επ.), σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων:

(…) Οι ενάγοντες με την προαναφερόμενη αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι, μετά από υπόδειξη και προτροπή των προστηθέντων της πρώτης εναγόμενης τράπεζας, με την οποία ο πρώτος ενάγων κατάρτισε ατύπως σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, απέκτησε το ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό  πρόγραμμα του κλάδου ζωής της ασφαλιστικής εταιρείας Ν., που η τελευταία είχε δημιουργήσει μαζί με την άνω τράπεζα (…).

Με το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. ε του άνω Ν 2396/1996 (ήδη 3606/2007) ρητώς εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής αυτού οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του ΝΔ 400/1970. Οι τελευταίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 2496/1997 και το άρθρο 13 του ΝΔ 400/1970, είναι οι μόνες που μπορούν να συνάπτουν έγκυρα συμβάσεις ασφάλισης ως ασφαλιστές, μεταξύ των οποίων και ασφαλίσεις ζωής, όλων των κλάδων, δηλαδή και του κλάδου κεφαλαιοποίησης, που αφορά σε εργασίες κεφαλαιοποίησης, οι οποίες βασίζονται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς και με τους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών από πριν καθορισμένων καταβολών (άρθρο 13 παρ. 2 αρ. VI του ΝΔ 400/1970). (…)

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης τράπεζας, ως προς την κύρια βάση της από τη σύμβαση ασφάλισης ζωής, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθ’ όσον οι συμβάσεις ασφάλισης μπορούν να καταρτίζονται έγκυρα με ασφαλιστικές επιχειρήσεις και όχι με ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, όπως η άνω εναγόμενη, οι οποίες δεν επιτρέπεται να συμβληθούν με τέτοιες συμβάσεις ως ασφαλιστές. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την ίδια πρώτη εναγόμενη τράπεζα είναι απορριπτέα, ως μη νόμιμη και ως προς την επικουρική της βάση από σύμβαση επενδυτικών συμβουλών. Και τούτο διότι, τέτοια σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης τράπεζας δεν θα μπορούσε να καταρτιστεί εγκύρως με αντικείμενο σύμβαση ασφάλισης οποιουδήποτε είδους και κλάδου, ούτε συνεπώς ασφάλιση ζωής και κλάδου κεφαλαιοποίησης, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αφού τέτοια επενδυτική υπηρεσία δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνες που έγκυρα μπορούν να παράσχουν στους πελάτες τους τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως οι τράπεζες, με σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι αντικείμενο τέτοιων συμβάσεων είναι αποκλειστικώς και μόνο τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και όχι οι συμβάσεις ασφάλισης με ασφαλιστικές εταιρείες.

Τα ιστορούμενα δε περαιτέρω, στην άνω αγωγή περιστατικά της παράβασης από την εναγόμενη τράπεζα της ασφαλιστικής νομοθεσίας, του κώδικα τραπεζικής δεοντολογίας (Ν 2396/1996 και ήδη 3606/2007) και του κανονισμού δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, επειδή αυτή δεν παρείχε στον πρώτο ενάγοντα απολύτως ορθές και πλήρεις συμβουλές, με σαφήνεια ως προς την ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου του στη σύμβαση ασφάλισης και επειδή δεν παρακολουθούσε την εξέλιξη της ασφαλιστικής σύμβασης, προκειμένου να ενημερώσει τους ενάγοντες, ώστε να ασκήσουν νωρίτερα το συμβατικό τους δικαίωμα εξαγοράς του ασφαλιστικού προϊόντος, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν παράλληλα με τη σύμβαση ή αυτοτελώς αδικοπρακτική ευθύνη σε βάρος της εν λόγω πρώτης εναγόμενης τράπεζας, όπως ανεπιτυχώς επιχειρείται με την αγωγή, αφού οι προεκτεθείσες ενέργειές της και οι παραλείψεις της, που θα συνιστούσαν απλή αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων, αν είχε καταρτιστεί εγκύρως σύμβαση ασφάλισης ή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δεν συνιστούν αυτοτελώς παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις, ούτε με τη συνδρομή των διατάξεων των άρθρων 281, 288 ΑΚ, που επιβάλλουν γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των προσώπων και, ειδικότερα, υποχρέωση λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων και συνεπώς, δεν στοιχειοθετούν αδικοπραξίες, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. (…)

Με άλλα λόγια, η ένδικη αξίωση του ασφαλισμένου είναι το αποτέλεσμα της λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης με καταγγελία, λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή από υπαιτιότητά του και της άσκησης εκ μέρους του ασφαλισμένου του σχετικού νομίμου (άρθρο 8 παρ. 4 εδ.2 Ν 2496/1997) δικαιώματος καταγγελίας και δεν είναι αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς της τράπεζας, έστω και αν αυτή κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, χρησιμοποίησε αθέμιτες πρακτικές διαφήμισης για να παρουσιάσει το ασφαλιστικό προϊόν, από τις οποίες οδηγήθηκε ο ενάγων στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης. Δηλαδή, το γενεσιουργό της ένδικης αξίωσης γεγονός δεν συνέχεται με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγόμενης τράπεζας, αλλά με την ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής εταιρείας και την άσκηση του νομίμου δικαιώματος των εναγόντων να λύσουν με καταγγελία την ασφαλιστική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η συμβατική αξίωση που ασκείται με την αγωγή (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας