Άρθρα

Ασφαλιστικός Πράκτορας αντιπρόσωπος Ασφαλιστικής Εταιρείας

Ο Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, εξηγεί πότε ο Ασφαλιστικός Πράκτορας θεωρείται αντιπρόσωπος Ασφαλιστικής Επιχείρησης με την οποία συνεργάζεται

Έχει συχνά αναλυθεί η ειδική σχέση, η οποία υφίσταται μεταξύ του ασφαλιστικού πράκτορα (φυσικού ή νομικού προσώπου) και της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτή διαμορφώνεται, ως σχέση εντολής (σύμφωνα με τα άρθρα 714 επ. ΑΚ), υπό το ισχύον για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση εθνικό και κοινοτικό πλαίσιο και κυρίως και ειδικώς τα άρθρα 2 επόμενα του Ν. 1569/1985, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει.

Η σχέση αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης, η οποία καθορίζει με σαφήνεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, αλλά και ειδικότερα τις αρμοδιότητες και εξουσίες του ασφαλιστικού πράκτορα και η οποία σύμβαση έχει συστατικό χαρακτήρα και ελάχιστο υποχρεωτικό από τον νόμο περιεχόμενο (Εφ. Αθ. 1932/2011 ΔΕΕ 2011, σελ. 1156), όπως αυτό έχει προσδιοριστεί ήδη από το ΠΔ 298/1986  στο άρθρο 2, που αφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών πρακτόρων.

Δυνάμει της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, ο πράκτορας, σύμφωνα με τις εκ του νόμου αρμοδιότητες και αναλαμβανόμενο έργο και εντός των πλαισίων της εντολής και εξουσίας αντιπροσώπευσης που του έχουν ανατεθεί από τη σύμβαση, καλείται κατ’ αρχήν από το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη  ασφαλιστικής σύμβασης, με τήρηση των υποχρεώσεων προσυμβατικής ενημέρωσης του υποψήφιου ασφαλισμένου, και στη συνέχεια κατά τον χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης , αλλά και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, και μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, να φέρει σε πέρας το έργο, το οποίο του έχει ανατεθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση ή τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις οποίες διατηρεί συνεργασία και να συνδράμει τον λήπτη – ασφαλισμένο εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων, υποχρεώσεων και εξουσιών του.

Το κύρος και η σοβαρότητα του έργου το οποίο καλείται να επιτελέσει υπογραμμίζεται και από τον συστατικό τύπο της σύμβασης πρακτόρευσης, από τις προϋποθέσεις άσκησης της εμπορικής αυτής δραστηριότητας (άρθρα 3 έως 14 του Ν 1569/1985), το αποκλειστικό έργο και τα ασυμβίβαστα (άρθρο 19α Ν 1956/1985) και τους υφιστάμενους όρους και προϋποθέσεις (περιορισμένης) δημοσιότητας (κατάθεση της σύμβασης στην ΤτΕ).

Η σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ειπώθηκε παραπάνω, διέπεται από τον νόμο και την ασφαλιστική σύμβαση. Με τη σύμβαση είναι δυνατό, μέχρι σε ένα βαθμό, να περιορίζεται το φάσμα των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του πράκτορα (άρθρο 2 παρ. 2 Ν1569/1985). Εντούτοις, όμως, οι τυχόν περιορισμοί φαίνεται να μην μπορεί να προβληθούν κατά καλόπιστου τρίτου ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης, δεδομένης της ισχύουσας περιορισμένης δημοσιότητας.

Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπεται το γεγονός ότι η σχέση αυτή εμπεριέχει και την υποχρέωση πίστης, δεδομένου ότι ο πράκτορας έχει συνήθως τη δυνατότητα να τη δεσμεύει την ασφαλιστική επιχείρηση με την ανάληψη υποχρεώσεων (για κάλυψη κινδύνων). Παράλληλα, κατά κανόνα ο πράκτορας διαχειρίζεται περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, όταν διενεργεί είσπραξη ασφαλίστρων.

Ειδικά σε σχέση με το εάν ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρείται αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής επιχείρησης, η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, μεταξύ άλλων, όρισε: (ΑΠ 2020/2014. Απόσπασμα από ΕΕμπΔ τόμος ΞΣΤ 2015, σελ. 102) (…) Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1569/1985 «διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.» όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρ. 11 παρ. 1 του ν. 2170/1993 ο ασφαλιστικός πράκτορας δεν θεωρείται «αντιπρόσωπος» της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στην περίπτωση, όμως, που έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν η εξουσία σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων επ’ ονόματι της ασφαλιστικής επιχείρησης, αναγορεύεται σε αντιπρόσωπο αυτής κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ (ΑΠ 134/2004 1540/1992) και, κατά συνέπεια, τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, όπως και η επίδρασή τους επί της δικαιοπραξίας κρίνονται από το πρόσωπό του (αρ.214 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο πράκτορας θεωρείται βοηθός εκπληρώσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς να μπορεί η σχετική ευθύνη του να αποκλειστεί συμβατικά, αφού ναι μεν δεν διατελεί υπό στενή έννοια στην υπηρεσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, αλλά αναπτύσσει ασφαλιστική δραστηριότητα στον χώρο δράσης της (ΑΠ 1436/2009)(…).

Η γνώση από τον ασφαλιστικό πράκτορα κρίσιμων για την ασφαλιστική σχέση περιστατικών, τα οποία τέθηκαν υπόψη του από τον λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένο, πριν ή κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ασφαλιστικής σχέσης, όταν ο πράκτορας ενεργεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ως αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής επιχείρησης, επιδρά στην ασφαλιστική σχέση.

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας