Ασφαλιστική σύμβαση: Καταχρηστικότητα των γενικών όρων συναλλαγών
(Αποφ. ΕιρΑθ 5954/2014)
Η σχέση μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένου στην ασφαλιστική σύμβαση φέρει, χωρίς αμφιβολία, ειδικά χαρακτηριστικά, κύρια λόγω του τεχνικού χαρακτήρα του αντικειμένου της ασφάλισης και της συχνά εμφανιζόμενης αδυναμίας κατανόησής του από τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή, ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι ταυτόχρονα και καταναλωτής.
Η ενυπάρχουσα στη σχέση αυτή ασυμμετρία πληροφόρησης του κατά τεκμήριο ασθενέστερου μέρους επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και την παροχή ειδικής προστασίας, η οποία περιλαμβάνει και τον έλεγχο της καταχρηστικότητας των γενικών όρων της ασφαλιστικής σύμβασης (εφεξής ΓΟΣ), ο οποίος στοχεύει στη μείωση της υπάρχουσας αυτής ασυμμετρίας. Στον έλεγχο καταχρηστικότητας των ΓΟΣ έχει συμβάλει καθοριστικά η κατά καιρούς δημιουργούμενη νομολογία, ως αποτέλεσμα είτε συλλογικών είτε ατομικών δικών.
Σημαντικό ενδιαφέρον εμφανίζει η πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, υπ’ αριθμόν 5954/2014 (ΕΑΔ 12, 2014 σελ. 1047 επ., και Κ. Σκουλαρίκη, σε ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, τ. 106), η οποία έκρινε επί της ύπαρξης καταχρηστικότητας σε όρο σύμβασης ασφάλισης ζωής και ασθένειας, που επέτρεπε στον ασφαλιστή να αναπροσαρμόζει τα ασφάλιστρα, χωρίς την ύπαρξη στους όρους της εκ των προτέρων γνωστών στον ασφαλισμένο, εύλογων, ορισμένων κριτηρίων.
Μεταξύ άλλων σημαντικού νομικού ενδιαφέροντος, το ΕιρΑθ. έκρινε ότι «(…) Σε περίπτωση επιφυλαχθέντος στον προμηθευτή, όπως είναι ο ασφαλιστής, δικαιώματος αναπροσδιορισμού των ασφαλίστρων, πρέπει να αναφέρονται κατά τρόπο ορισμένο, όσο είναι δυνατό, οι προϋποθέσεις αυτού και το δεδομένο πλαίσιο διαμόρφωσης. Από τις αρχές της καλής πίστεως επιτάσσεται ότι συγκεκριμένος ΓΟΣ πρέπει να προσφέρει στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει, στον βαθμό που από τις περιστάσεις προκύπτει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αξιωθεί. Ο προμηθευτής ενεργεί κατά τρόπο καταχρηστικό, αν δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές αυτές. Τέτοια χαρακτηριστικά έχει ο ΓΟΣ εκείνος που επιτρέπει στον ασφαλιστή ως προμηθευτή να προβεί αυτός μονομερώς σε μεταβολή των ασφαλίστρων σε οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της συμβάσεως ασφαλίσεως. Σε τέτοια περίπτωση ο αντισυμβαλλόμενος καταναλωτής παραδίδεται στην κρίση του προμηθευτή για την ορθότητα και αναγκαιότητα της αναπροσαρμογής, χωρίς αυτός να μπορεί να προβλέψει κάτω από ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις. Η καταχρηστικότητα τέτοιου όρου δεν αίρεται από την παρεχόμενη στον καταναλωτή δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοια δυνατότητα δεν μεταβάλλει σε τίποτα την αβεβαιότητα ενδεχόμενων μελλοντικών επιβαρύνσεων του καταναλωτή. Και ναι μεν ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ ότι «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνεται με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο», όμως η τελευταία αυτή διάταξη εκτοπίζεται από την ειδικώς ρυθμίζουσα το ζήτημα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ε΄ του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με την οποία «καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: … ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως ή λύσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο». Το εκ της τελευταίας αυτής διατάξεως πηγάζον προαπαιτούμενο της συγκεκριμενοποιήσεως και του ευλόγου της διαμορφώσεως των σχετικών εξουσιών επεμβάσεως του προμηθευτή (εν προκειμένω ασφαλιστή) προορίζεται να προστατεύσει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος από τη μονομερή εξουσία προσδιορισμού της παροχής του προμηθευτή. Η δίκαιη κρίση της ΑΚ 371 προϋποθέτει την εφαρμογή εύλογων κριτηρίων για την αναπροσαρμογή. Ο Ν. 2251/1994 βαίνει πέρα από την παραπάνω διάταξη, γιατί αξιώνει στις καταναλωτικές σχέσεις τα κριτήρια αυτά ν’ αναφέρονται στη σύμβαση. Ο Ν. 2251/ 1994 (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια΄) δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος, παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια. Η ΑΚ 371 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή. Η ΑΚ είναι στο νόμο καταστρωμένη για τον τύπο μίας ατομικής συμβάσεως και δεν μπορεί να διαφυλάσσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις στις οποίες οι όροι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης όπως συμβαίνει με τους ΓΟΣ (…)».
Η παραπάνω απόφαση έρχεται σε συνέχεια μίας σειράς αποφάσεων (ΑΠ 1030/2001, ΧρΙΔ 2001, 611, κ.λπ.), που ασχολήθηκαν με το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων και του ορισμού κριτηρίων, τα οποία να δίνουν απάντηση στο ακανθώδες πρόβλημα της αναπροσαρμογής του κόστους ασφάλισης.
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ