Ασφαλιστική Πρακτόρευση και Προμήθεια Παραγωγής
Oι σχέσεις του Ασφαλιστικού Πράκτορα με την Ασφαλιστική Επιχείρηση με την οποία συνεργάζεται ρυθμίζονται κύρια από τον νόμο 1569/1985, από το ΠΔ 190/2006, το οποίο ενσωμάτωσε στο εθνικό μας δίκαιο την Οδηγία 2002/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L9, σ.3), καθώς και από τη μεταξύ τους σύμβαση πρακτορείας (άρθρο 4 Ν. 1569/1985).
Σημαντικότατο ζήτημα στη σχέση αυτή συνεργασίας μεταξύ του Ασφαλιστικού Πράκτορα και της Ασφαλιστικής Επιχείρησης αποτελεί αυτό των προμηθειών επί της πραγματοποιηθείσας από αυτόν παραγωγής με την ενεργή διαμεσολάβησή του, αφενός κατά τον χρόνο διάρκειας της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, χρόνο κατά τον οποίο οι προμήθειες αυτές καθορίζονται κύρια από τη σύμβαση αυτή, και αφετέρου, μετά τη με οποιονδήποτε τρόπο λύση της, όπου ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 4 παρ. 4 ν. 1569/1985, όπως ισχύει) προβλέπει την τύχη των προμηθειών αυτών (ως αποζημίωση), ανάλογα με τον λόγο λύσης της.
Συγκεκριμένα, για την περίπτωση της λύσης, το άρθρο 4 παρ. 4 του ανωτέρω νόμου ορίζει: «αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί η πρακτοριακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί γι’ αυτό το διάστημα να παραμένει στην επιχείρηση, στο μέτρο που θα την εδικαιούτο αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση. Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, που συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του, ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα…».
Η διατύπωση του άρθρου αυτού του νόμου έτυχε ερμηνείας επανειλημμένα από τα Δικαστήρια και ως προς το τι κάθε φορά μπορεί να αποτελεί βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, το οποίο συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος στις προμήθειες (αποζημίωση) της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 1569/1985, και ως προς το εάν μόνη η καταγγελία από τον πράκτορα του αφαιρεί τα δικαιώματα επί των προμηθειών (αποζημίωσης) από την παραγωγή του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τυχόν περίπτωση εξαναγκασμού σε καταγγελία. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ζήτημα του δικαιώματος για προμήθεια στις ανανεώσεις των συμβάσεων ασφάλισης κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης πρακτορείας.
Η απάντηση στα ανωτέρω ζητήματα είναι χρήσιμη, δεδομένου ότι άπτεται, δίχως άλλο, του ζητήματος της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των ασφαλιστικών πρακτόρων, και λοιπών διαμεσολαβούντων, επί της παραγωγής την οποία επιτυγχάνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Σε σχέση με τα ανωτέρω, ενδιαφέρον εμφανίζει πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αθηνών (ΕφΑθ 6280/2012 ΔΕΕ 11/2013, σελ. 1053 επ.) στην οποία, μεταξύ άλλων εξαιρετικά σημαντικών ζητημάτων, ορίζεται: «Ζήτημα όμως γεννάται σχετικά με το αν η ανανέωση της συμβάσεως χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα που την είχε αρχικά τοποθετήσει στην επιχείρηση του ασφαλιστή συνιστά μονομερή εκ μέρους του τελευταίου καταγγελία της συμβάσεως πρακτορείας, ώστε να θεμελιώνει το δικαίωμα του πράκτορα να ζητήσει την προαναφερόμενη αποζημίωση του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν. 1569/1985. Στο ζήτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση. Διότι η σύμβαση πρακτορείας δεν ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη σύμβαση ασφαλίσεως, η οποία ανανεώνεται χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα που την είχε αρχικά τοποθετήσει στην επιχείρηση του πρακτορευόμενου ασφαλιστή ούτε εξαντλείται σε αυτή, αλλά έχει ευρύτερο αντικείμενο. Περιλαμβάνει, δηλαδή, και τις υπάρχουσες κατά την ανανέωση λοιπές συμβάσεις ασφαλίσεως που ο πράκτορας έχει τοποθετήσει στον ασφαλιστή αλλά και όσες αυτός θα τοποθετήσει στο μέλλον, για όσο χρόνο η σύμβαση πρακτόρευσης ήθελε διαρκέσει. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα από το μέγεθος της ασφαλιστικής παραγωγής του πράκτορα που αντιπροσωπεύει η σύμβαση ασφάλισης, η οποία ανανεώνεται χωρίς τη μεσολάβησή του. από το αν δηλαδή αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ανανέωσης, συνιστά μικρό ή μεγάλο ποσοστό της ασφαλιστικής παραγωγής του ή ακόμη και το σύνολό της, ακριβώς επειδή το αντικείμενο της συμβάσεως πρακτορείας είναι ευρύτερο από αυτήν. Επομένως, ο ασφαλιστής, όταν ανανεώνει τη σύμβαση ασφάλισης χωρίς τη διαμεσολάβηση του πράκτορα ο οποίος αρχικά του είχε φέρει τον πελάτη, ούτε παραβιάζει ούτε καταγγέλλει τη σύμβαση πρακτορείας, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αδικοπραξία τελεί. Βεβαίως, ο πράκτορας, για τον πελάτη που έφερε στον ασφαλιστή, έχει, βάσει της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν. 1569/1985, δικαίωμα αποζημιώσεως, το δικαίωμά του όμως αυτό γεννιέται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω, με την κατά τινά νόμιμο τρόπο λύση της συμβάσεως πρακτορείας και όχι με μόνη την, άνευ της διαμεσολαβήσεώς του, ανανέωση μεμονωμένης συμβάσεως ασφαλίσεως που είχε τοποθετήσει στον ασφαλιστή, γιατί αυτή δεν συνιστά καταγγελία της συμβάσεως πρακτορείας και δεν επιφέρει τη λύση της».
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτορας Νομικής
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ