Ασφαλιστική μεταρρύθμιση
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη με τον τίτλο «Δημοσιονομικές Επιδράσεις και Προοπτικές της Ασφαλιστικής Μεταρρύθμισης», που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012. Η μελέτη παραθέτει στοιχεία για την αναγκαιότητα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και τις κυριότερες πτυχές της, αποτιμά ποσοτικά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις, προσδιορίζει τους παράγοντες εξέλιξης των συνταξιοδοτικών δαπανών μεταξύ 2010-2060.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν τα στοιχεία που παρατίθενται και αφορούν, αφενός, την ανάγκη ενίσχυσης του δεύτερου και τρίτου πυλώνα και, αφετέρου, τους παράγοντες που επιδρούν ανασταλτικά στην αξιοποίησή τους. Πρόκειται, πραγματικά, για ένα συνοπτικό και ταυτόχρονα απολύτως ενημερωτικό κείμενο, που αξίζει να διαβαστεί, σε συνδυασμό και με το άρθρο «Ελέφαντας στο Δωμάτιο», που φιλοξενείται στο παρόν τεύχος.
«Η οικονομική κρίση όξυνε το πρόβλημα της κάλυψης των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών σε ένα ασφαλιστικό σύστημα που ήδη έπασχε από αδυναμία μακροχρόνιας χρηματοδότησης. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Ιουλίου 2010 (Ν. 3863/2010 και Ν. 3865/2010) δεν απαντά στο άμεσο
πρόβλημα χρηματοδότησης, βγάζει όμως το συνταξιοδοτικό σύστημα από το μακροπρόθεσμο αδιέξοδο, απορροφώντας το σύνολο σχεδόν των δημοσιονομικών πιέσεων που ασκεί το δημογραφικό φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού. Εντούτοις, η συγκράτηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης εγείρει θέμα μελλοντικής επάρκειας των συντάξεων και καταδεικνύει την ανάγκη αξιοποίησης των μέχρι σήμερα ατροφικών πυλώνων της επαγγελματικής και
της ιδιωτικής ασφάλισης.
1. H αναγκαιότητα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Η ανάγκη μεταρρύθμισης του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχει καταγραφεί εκτενώς σε περιοδικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ, ενώ έχει επισημανθεί επανειλημμένως και σε παλαιότερες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.1
Πέρα από τις όποιες αδικίες, ατέλειες ή ελλείψεις του συστήματος, το αναπόδραστο της μεταρρύθμισής του προέκυπτε από την ανάγκη συγκράτησης του διογκούμενου κόστους λειτουργίας του. Το 2009, στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ποσοτικοποίηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού, εκτιμήθηκε ότι, χωρίς ριζική συστημική παρέμβαση, το κόστος χρηματοδότησης του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης επρόκειτο να αυξηθεί κατά 12,4% του ΑΕΠ σε βάθος 50ετίας, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 2,4% του ΑΕΠ.2
Όπως σε όλα τα αμιγώς διανεμητικά (pay-as-you-go) συστήματα, οι συντάξεις των προηγούμενων γενεών χρηματοδοτούνται από τις ασφαλιστικές εισφορές των επόμενων και, συνεπώς, η αυτοχρηματοδότηση του συστήματος γίνεται όλο και δυσκολότερη, όσο αυξάνεται η αναλογία των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους.
Ελλείψει προσαρμογής των παραμέτρων του συστήματος, το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα οδηγούσε σε σημαντική επιδείνωση της αναλογίας των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους και σε θεαματική αύξηση της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημογραφικές τάσεις στη χώρα μας είναι κατά πολύ δυσμενέστερες σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες κατά μέσο όρο εμφανίζουν συγκρίσιμης έντασης πληθυσμιακή γήρανση.3 Ο λόγος για τον οποίο οι σχετικά παρόμοιες δημογραφικές πιέσεις οδηγούσαν σε τόσο δυσανάλογη αύξηση των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα ήταν η συγκριτική αδυναμία του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου να διαχειριστεί τη ραγδαία μεταβαλλόμενη ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού.
Παρά τις όποιες επιμέρους μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, το ασφαλιστικό σύστημα παρέμενε μέχρι το 2010 παραμετρικά κατακερματισμένο, γεγονός που δυσκόλευε τόσο την αναλογιστική αξιολόγησή του όσο και το διαχειριστικό του έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη διοικητική ενοποίηση που είχε επιφέρει ο νόμος 3655/2008 περιορίζοντας τον αριθμό των ταμείων από 133 σε 13, μόνο στο ΙΚΑ εξακολουθούσαν να ισχύουν περίπου 800 διαφορετικές νομοθετικές προβλέψεις, ανάλογα με το είδος της απασχόλησης και το έτος ασφάλισης.4
Παράλληλα, το συνταξιοδοτικό σύστημα εξακολουθούσε να υπόκειται σε στρεβλώσεις, οι οποίες επέτρεπαν –ή ακόμη και ενθάρρυναν– καταχρηστικές συμπεριφορές, περιλαμβανομένης και της εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής.5 Ενδεικτικά αναφέρονται οι σημαντικές διαφοροποιήσεις στο βαθμό ανταποδοτικότητας –τόσο μεταξύ όσο και εντός των ταμείων–, οι συγκριτικά αυξημένες δυνατότητες πρόωρης συνταξιοδότησης και το αναλογιστικά υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης6 που εξασφάλιζε η κατώτατη σύνταξη.
2. Κυριότερες πτυχές της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Ιουλίου 2010 (Ν. 3863/2010 και Ν. 3865/2010) καθιστά το ασφαλιστικό σύστημα πρακτικά ουδέτερο στις δημογραφικές μεταβολές και συνιστά ένα καθοριστικό βήμα για την ενίσχυση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του παραμετρικού κατακερματισμού, θεσπίζονται ενιαία κίνητρα για την παράταση του εργασιακού βίου και ενισχύεται ο βαθμός ανταποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται ένα κατώτατο όριο επάρκειας, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα.7 Συνοπτικά, οι βασικότερες παρεμβάσεις της μεταρρύθμισης είναι:
Επιμήκυνση του εργασιακού βίου και αντικίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση.8
• Σταδιακή (από 1.1.2011) αύξηση του θεσμικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 (έως το 2015) και της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη για όλους τους ασφαλισμένους (έως το 2013).
• Σταδιακή (από 1.1.2011) αύξηση του χρόνου ασφάλισης που απαιτείται για συνταξιοδότηση.
• Απόδοση πλήρους σύνταξης μετά από 40 έτη ασφαλιστικών εισφορών (από το 2015).
• Μείωση σύνταξης κατά 6% ανά έτος για όσους συνταξιοδοτούνται πριν από τα 65 με λιγότερα από 40 έτη εισφορών.
Θεσμοθέτηση μηχανισμών αυτόματης προσαρμογής
• Αναπροσαρμογή των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης με βάση το προσδόκιμο ζωής (από το 2021, ανά τρία έτη).
• Ετήσια αναπροσαρμογή των συντάξεων με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους (από το 2014).
Ενίσχυση της ανταποδοτικότητας και θέσπιση ενιαίων κινήτρων για επιμήκυνση του εργασιακού βίου
Θεσμοθέτηση (χορήγηση από το 2015) αναλογικής σύνταξης βάσει των συντάξιμων αποδοχών ολόκληρου του εργασιακού βίου (από 1.1.2011) και βάσει ενιαίων ετήσιων ποσοστών προσαύξησης (accrual rates). Τα ποσοστά αυτά βαίνουν αυξανόμενα με την παράταση του εργασιακού βίου και κυμαίνονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (0,80% έως 1,50%) από τα παλαιότερα που διέφεραν μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων και κυμαίνονταν στο 2%-3%.
Διασφάλιση κατώτατου ορίου επάρκειας
Θεσμοθέτηση βασικής, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους και βάσει εισοδηματικών κριτηρίων για όσους δεν θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (χορήγηση από το 2015).
Επιπρόσθετα, το Μάρτιο του 2012 θεσμοθετήθηκε (Ν. 4052/2012) η ενοποίηση των κυριότερων επικουρικών ταμείων μισθωτών, με την εισαγωγή συστήματος “νοητής” κεφαλαιοποίησης9 καθορισμένων εισφορών για όσους ασφαλίστηκαν μετά την 1.1.2001.
Συνολικά, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση συντονίζεται με τις κυρίαρχες διεθνείς τάσεις για εξισορρόπηση μεταξύ επάρκειας και βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων.10 Εντούτοις, στην Ελλάδα τόσο ο δεύτερος πυλώνας (επαγγελματικά ταμεία) όσο και ο τρίτος (ιδιωτική ασφάλιση) παραμένουν συγκριτικά ατροφικοί.
3. Ποσοτική αποτίμηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων
Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), η επισκόπηση των εθνικών λογαριασμών καταδεικνύει ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχει περιορισμένο αντίκτυπο. Η περιστολή δαπανών που καταγράφηκε στους ΟΚΑ το 2011 (-3,6%), αφενός, αδυνατεί να παρακολουθήσει το ρυθμό συρρίκνωσης των εσόδων (-8,4%) και, αφετέρου, εστιάζεται κυρίως στις δαπάνες ενδιάμεσης κατανάλωσης (-34,7%), οι οποίες εν πολλοίς διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τις παραμέτρους του συνταξιοδοτικού συστήματος.11
Αντιθέτως, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχει καθοριστικής σημασίας επιδράσεις όσον αφορά την ενίσχυση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η εκτιμώμενη αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μεταξύ 2010-2060 περιορίζεται μετά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση στο 1% του ΑΕΠ, έναντι μέσης αύξησης 1,5% του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που συνιστά βελτίωση κατά 11,5% του ΑΕΠ σε σχέση με τις εκτιμήσεις του 2009.12
Η συγκράτηση των αυξητικών τάσεων στις συνταξιοδοτικές δαπάνες περιορίζει το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης που απαιτείται για την τήρηση του διαχρονικού εισοδηματικού περιορισμού της γενικής κυβέρνησης (χάσμα βιωσιμότητας). Το 2009 το χάσμα βιωσιμότητας στην Ελλάδα ανερχόταν στο 20,3% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 6,8% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη.13 Λαμβάνοντας υπόψη την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και την ήδη επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 2011 το χάσμα βιωσιμότητας περιορίστηκε στο 5,7% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 5,1% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, σημειώνοντας διόρθωση ύψους 14,6% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2009.14
4. Προσδιοριστικοί παράγοντες της εξέλιξης των συνταξιοδοτικών δαπανών μεταξύ 2010 και 2060
Ο κυριότερος επιβαρυντικός παράγοντας για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες την περίοδο 2010-2060, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο σύνολο της ΕΕ, είναι η διαγραφόμενη επιδείνωση του λόγου ηλικιακής εξάρτησης (dependency ratio).15 Οι δημογραφικές πιέσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη (+10,4% του ΑΕΠ), αν και αμβλυμένες σε σχέση με το 2009 (+12,7% του ΑΕΠ), παραμένουν ισχυρότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (+8,5% του ΑΕΠ). Εντούτοις, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των δημογραφικών πιέσεων, περιορίζοντας τη δημοσιονομική επιβάρυνση στο +1% του ΑΕΠ, έναντι +2% στην ευρωζώνη και +1,5% του ΑΕΠ στην ΕΕ συνολικά.16
Συγκεκριμένα παραμετρικές αλλαγές, όπως οι νέοι συντελεστές προσαύξησης και ο υπολογισμός των συντάξεων με βάση τις αποδοχές στο σύνολο του εργασιακού βίου, περιορίζουν το σχετικό ύψος των συντάξεων (benefit ratio), απορροφώντας το 34,6% των δημογραφικών πιέσεων
(-3,6% του ΑΕΠ). Παράλληλα, η επιμήκυνση του εργασιακού βίου και η αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης αντανακλώνται στη μείωση του ποσοστού κάλυψης (coverage ratio), η οποία απορροφά το 32,7% των δημογραφικών πιέσεων (-3,4% του ΑΕΠ).17
Δευτερευόντως, η μακροχρόνια εξέλιξη του ποσοστού απασχόλησης (employment rate) εκτιμάται ότι θα απορροφήσει το 18,3% των δημογραφικών πιέσεων (-1,9% του ΑΕΠ). Εντούτοις, η επίπτωση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί ευθέως στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση.18
5. Ανταποδοτικότητα, επάρκεια και ανάγκη ενίσχυσης του δεύτερου και τρίτου πυλώνα
Παρότι θεσμικά το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα περιλαμβάνει και τους τρεις πυλώνες (κοινωνική, επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση), εντούτοις οι συντάξεις παρέχονται σχεδόν αποκλειστικά από το κράτος μέσω του πρώτου πυλώνα. Σύμφωνα με τους Mylonas and de la Maissonneuve (1999), οι ασφαλιστικές εταιρείες αποδίδουν την περιορισμένη ζήτηση για ιδιωτική ασφάλιση στη γενναιοδωρία του πρώτου πυλώνα.
Είναι ενδεικτικό ότι πριν από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση το ποσοστό αναπλήρωσης (gross replacement rate) των συντάξεων του πρώτου πυλώνα στην Ελλάδα ανερχόταν σε 95,7% και ήταν το υψηλότερο μεταξύ των 34 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ για τα υψηλά και τα μεσαία εισοδήματα και το δεύτερο υψηλότερο για τα χαμηλά εισοδήματα, μετά το Λουξεμβούργο (97,9%). Λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση της φορολογίας, το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων του πρώτου πυλώνα στην Ελλάδα (net replacement rate) ήταν το υψηλότερο για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων και υπερέβαινε κατά μέσο όρο το 110%. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά μέσο όρο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης του πρώτου πυλώνα διαμορφώνεται στο 67,2% για τα χαμηλά εισοδήματα και φθίνει προοδευτικά σε 58,1% για τα μεσαία και σε 53,2% για τα υψηλά εισοδήματα.19
Εντούτοις, η συνολική γενναιοδωρία του ασφαλιστικού συστήματος δεν κατανεμόταν ομοιόμορφα ανά ασφαλιστικό φορέα. Σύμφωνα με την Εθνική Αναλογιστική Αρχή (ΕΑΑ), το 2007 το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ ανερχόταν σε 84,2%, έναντι 149,8% για τους δημοσίους υπαλλήλους.20
Αυτή η ανομοιογένεια αναδεικνύει μια πρόσθετη διάσταση όσον αφορά τις περικοπές συντάξεων στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής. Στο βαθμό που δεν λαμβάνεται υπόψη το ύψος των εισφορών, οι περικοπές με αποκλειστικό κριτήριο το ύψος των συντάξεων προσβάλλουν την αρχή της ανταποδοτικότητας. Συνιστούν ουσιαστικά αναδιανομή πλούτου από ασφαλισμένους με υψηλές συντάξεις, τις οποίες έχουν χρηματοδοτήσει επί μακρό χρονικό διάστημα με ανάλογα υψηλές εισφορές, προς ασφαλισμένους με υψηλές ή και χαμηλές συντάξεις, για τις οποίες όμως δεν έχουν εισφέρει ανάλογα.21
Στο μεταβατικό διάστημα μέχρι την καθολική ισχύ της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, η προσβολή της ανταποδοτικότητας ενισχύει περαιτέρω τα κίνητρα για πρόωρη έξοδο των ασφαλισμένων με τις αναλογικά υψηλότερες εισφορές, τη στιγμή μάλιστα που το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα παρείχε ήδη από το 2008 τα υψηλότερα κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.22 Επιπλέον, πλήττεται καίρια και η αξιοπιστία του ασφαλιστικού συστήματος, γεγονός που θα μπορούσε να έχει τόσο βραχυχρόνιες όσο και μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Η παραμετρική εναρμόνιση των ασφαλιστικών φορέων, την οποία επιφέρει η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, εξαλείφει μελλοντικά το φαινόμενο των αποκλίσεων ανταποδοτικότητας μεταξύ των ταμείων, περιορίζοντας όμως το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης του συστήματος. Σύμφωνα με την πρόσφατη αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης μετά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα περιοριστεί μέχρι το 2060 σε 49,6%, προοπτική που αντικατοπτρίζεται στην προαναφερθείσα συμβολή του σχετικού ύψους των συντάξεων (benefit ratio) στη συγκράτηση των συνταξιοδοτικών δαπανών.23
Η μείωση της γενναιοδωρίας του πρώτου πυλώνα συμβάλλει μεν στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, εντούτοις εγείρει θέμα επάρκειας των συντάξεων, στο βαθμό που δεν εξασφαλίζει εισόδημα πάνω από το όριο της σχετικής ένδειας.24 Η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης των νεοεισερχομένων τείνει να ενισχύει την ελκυστικότητα του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα. Στο βαθμό, όμως, που η συμμετοχή παραμένει εθελοντική, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η κάλυψη τείνει να κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω του 50%.25
Χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία26 και η Γερμανία έχουν καταφύγει σε μερική επιδότηση του τρίτου πυλώνα, επιτυγχάνοντας σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης (συνταξιοδοτικά προγράμματα KiwiSaver και Riester, αντίστοιχα), ενώ 14 χώρες έχουν καταστήσει υποχρεωτική την ιδιωτική ασφάλιση, καλύπτοντας κατά κανόνα πάνω από το 50% των ηλικιών 15-64 ετών.27 Εναλλακτικά, στη Δανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία δίνεται έμφαση στο δεύτερο πυλώνα, με υποχρεωτική επαγγελματική ασφάλιση στο πλαίσιο συλλογικών ή κλαδικών συμβάσεων, εξασφαλίζοντας ποσοστό κάλυψης που υπερβαίνει το 60%.
6. Ανασταλτικοί παράγοντες όσον αφορά την αξιοποίηση του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα
Η αυξημένη έμφαση στο δεύτερο και τον τρίτο πυλώνα μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την επάρκεια των συνολικών συνταξιοδοτικών παροχών. Εντούτοις, η διεθνής εμπειρία έχει αναδείξει μια σειρά από παράγοντες που ενδέχεται να υπονομεύσουν την αποτελεσματική αξιοποίηση της ιδιωτικής ή της επαγγελματικής ασφάλισης, γε-
γονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτικό σχεδιασμό.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα άτομα με τα χαμηλότερα εισοδήματα και όσοι δεν έχουν μόνιμη απασχόληση τείνουν να έχουν μικρότερη συμμετοχή σε εθελοντικά προγράμματα τρίτου πυλώνα, εγείροντας θέμα επάρκειας των συντάξεων.28 Εν μέρει αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με το να καθίσταται υποχρεωτική ή “αυτόματη” η συμμετοχή (εγγραφή) στον τρίτο πυλώνα (automatic enrollment). Παραδείγματα χωρών που υιοθέτησαν πρόσφατα (2007) την “αυτόματη εγγραφή” αποτελούν η Ιταλία και η Νέα Ζηλανδία, με μεγαλύτερη επιτυχία στη δεύτερη περίπτωση.
Επιπλέον, η επιλογή της υποχρεωτικής ή της αυτόματης εγγραφής παραμένει προβληματική σε περιπτώσεις χωρών με εκτεταμένη παραοικονομία. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η υποχρεωτική συμμετοχή σε ασφαλιστικά προγράμματα τρίτου πυλώνα στη Χιλή και το Μεξικό εξασφαλίζει υψηλά ποσοστά εγγραφής (73,7% και 57,7%, αντίστοιχα), εντούτοις το ποσοστό όσων εισφέρουν ενεργά κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου είναι και στις δύο περιπτώσεις περίπου 40 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε μικρότερη έκταση στο δεύτερο πυλώνα.29
Τέλος, η χρηματοπιστωτική κρίση έχει αναδείξει την ανάγκη για ενίσχυση του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων των κεφαλαιοποιητικών ασφαλιστικών συστημάτων γενικώς, καθώς και την ανάγκη για αποτελεσματικότερη εποπτεία. Το 2008 οι ασφαλιστικοί φορείς του τρίτου πυλώνα σημείωσαν κατά μέσο όρο στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ αρνητική πραγματική απόδοση,
-10,5%, ενώ η μέση ετήσια πραγματική απόδοση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2001-2010 υπήρξε μόλις +0,1%.30 Οι επισφάλειες των ιδιωτικών κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, σε συνδυασμό με την ανάγκη κάλυψης άμεσων δημοσιονομικών αναγκών, έχουν οδηγήσει σε μερική (Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβακία) ή και ολική (Ουγγαρία) στροφή προς το δημόσιο αναδιανεμητικό πρώτο πυλώνα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτό κατά κανόνα συνεπάγεται χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης και εγκυμονεί τον κίνδυνο ανεπάρκειας των μελλοντικών συντάξεων».31
1. Βλ. ενδεικτικά: European Commission (2001, 2006, 2009), OECD (1997, 2005, 2007, 2009), Boersch-Supan and Tinios (2001) και Τράπεζα της Ελλάδος (1999, 2000, 2007, 2010).
2. Βλ. European Commission (2009), Table 1, σελ. 26.
3. Η αναλογία των ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 15-64, γνωστή ως λόγος ηλικιακής εξάρτησης (old-age dependency ratio) εκτιμήθηκε ότι μεταξύ 2010-2060 θα αυξανόταν στην Ελλάδα κατά 28,9 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι 26,2 μονάδων στην ευρωζώνη (European Commission, 2008, Table 1.14, σελ. 47).
4. Βλ. OECD (2011α), σελ. 95.
5. Βλ. OECD (1997), σελ. 65-97. Για μια ολοκληρωμένη επισκόπηση βλ. Τήνιος (2010).
6. Το ποσοστό αναπλήρωσης (gross replacement rate) υπολογίζεται από τον ΟΟΣΑ ως ο λόγος των μικτών συντάξιμων αποδοχών προς τις μέσες μικτές αποδοχές ολόκληρου του εργασιακού βίου. Αντιστοίχως, υπολογίζεται και το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης (net replacement rate), το οποίο ορίζεται ως προς τις καθαρές αποδοχές.
7. Η θέσπιση κατώτατης σύνταξης μη ανταποδοτικού χαρακτήρα εξ ορισμού αλλοιώνει τα κίνητρα του αμιγώς ανταποδοτικού μέρους. Στο πρόσφατο παρελθόν το ποσοστό αναπλήρωσης της κατώτατης σύνταξης υπήρξε αρκετά υψηλό, ώστε να αποτελεί παράγοντα που αποθάρρυνε την ενεργό συμμετοχή (καταβολή εισφορών) μετά τη θεμελίωση δικαιώματος κατώτατης σύνταξης. Η σημαντική αύξηση της κατώτατης σύνταξης μεταξύ 1978 και 1990 –ειδικά στο ΙΚΑ– έφθασε να διασφαλίζει με 15 έτη ασφάλισης, ποσοστό αναπλήρωσης υψηλότερο από αυτό που εξασφάλιζε εργασιακός βίος 25 ετών, με αποτέλεσμα το 1997 το 70% των συνταξιούχων να αποχωρεί πρόωρα λαμβάνοντας την κατώτατη σύνταξη. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φαινόμενο αυτό όχι μόνο υπονόμευσε τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά εκτιμάται ότι συνέτεινε στην αύξηση της εισφοροδιαφυγής (OECD, 1997, σελ. 70-73). Η αναλογιστική μελέτη του ασφαλιστικού συστήματος μετά τη μεταρρύθμιση του 2010 δεν περιλαμβάνει αναλυτικές εκτιμήσεις αναφορικά με τα κίνητρα που δημιουργεί η θέσπιση της νέας κατώτατης σύνταξης. Εντούτοις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το καινούργιο ασφαλιστικό σύστημα στο σύνολό του είναι συμβατό με σημαντικά αυξημένα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας στις ηλικίες 55-64 (European Commission, 2012α, Table 1.7, σελ. 85), γεγονός που υπαινίσσεται ότι το ύψος της νέας κατώτατης σύνταξης δεν οδηγεί σε στρεβλώσεις ανάλογες του παρελθόντος.
8. Δεν θίγονται, από τις μεταβολές που επέρχονται από 1.1.2011 στις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και στον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, όσοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα έως 31.12.2010. Στις περιπτώσεις που αυξάνεται σταδιακά μόνο το όριο ηλικίας των ασφαλισμένων, αυτοί ακολουθούν το όριο ηλικίας που απαιτείται κατά τη συμπλήρωση του 55ου ή του 60ού έτους της ηλικίας τους.
9. Στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης οι ασφαλιστικές εισφορές κάθε ασφαλισμένου τηρούνται σε ατομικές μερίδες, σε αντίθεση με το αναδιανεμητικό σύστημα, όπου οι εισφορές κάθε ασφαλισμένου χρηματοδοτούν τις τρέχουσες συντάξεις (άλλων ασφαλισμένων).
10. Βλ. OECD (2012), Table 1.1, σελ. 23.
11. Εθνικοί Λογαριασμοί Γενικής Κυβέρνησης (ΕΛΣΤΑΤ), κύρια μεγέθη Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και Νοσοκομείων (ενοποιημένη βάση).
12. Βλ. European Commission (2012α), Table 2.5, σελ. 101 και Table 2.27, σελ. 154. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτίμηση δεν λαμβάνει υπόψη μια σειρά από πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για τον περαιτέρω περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης (Εθνική Αναλογιστική Αρχή, 2012, σελ. 2010).
13. Βλ. European Commission (2010), Annex 14, σελ. 66. Η εκτίμηση βασίζεται στο δείκτη S2 και αποτυπώνει τη διόρθωση που απαιτείται στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο για τη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές επιπτώσεις στις συνταξιοδοτικές και λοιπές δημόσιες δαπάνες γήρανσης. Η τιμή του S2 για το 2009 είναι υποεκτιμημένη, καθώς έχει βασιστεί σε δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 12,7% του ΑΕΠ, αντί του τελικού 15,6% του ΑΕΠ.
14 .Βλ. European Commission (2012β), Table II.1.1, σελ. 19.
15. Στο πλαίσιο των κοινών προβολών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2012 υπολογίζεται η δημοσιονομική επίπτωση από τη μεταβολή της αναλογίας ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 20-64 ετών. Σε παλαιότερες εκδόσεις ως παρονομαστής λαμβανόταν ο πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών, γεγονός που καθιστά προβληματική τη διαχρονική σύγκριση.
16. Βλ. European Commission (2012α), Table 2.28, σελ. 155 και Table 2.27, σελ. 154.
17. Το σχετικό ύψος των συντάξεων (benefit ratio) υπολογίζεται ως ο λόγος της μέσης αποδιδόμενης σύνταξης προς τις μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας και αντικατοπτρίζει τη σχετική γενναιοδωρία του συνταξιοδοτικού συστήματος. Μια αύξηση (μείωση) του λόγου αυτού τείνει να αυξάνει (μειώνει) τη συνταξιοδοτική δαπάνη. Ως έννοια είναι παρεμφερής –αλλά δεν ταυτίζεται– με το ευρύτερα γνωστό ποσοστό αναπλήρωσης (replacement ratio). Το ποσοστό κάλυψης (coverage ratio) εκφράζει την αναλογία των συνταξιούχων προς το σύνολο των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Η επιμήκυνση (συντόμευση) του εργασιακού βίου οδηγεί σε μείωση (αύξηση) του ποσοστού κάλυψης, η οποία τείνει να μειώνει (αυξάνει) τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
18. Στο πλαίσιο των προβολών που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα ποσοστά απασχόλησης για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ορίζονται εξωγενώς βάσει κοινά συμφωνημένων παραδοχών. Σε σύγκριση με τη μελέτη του 2009, οι προβολές του 2012 για την Ελλάδα βασίζονται σε σημαντικά ευνοϊκότερες παραδοχές για τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη, τόσο του ποσοστού απασχόλησης, όσο και του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας στις ηλικίες 55-64 ετών. Βλ. European Commission (2012α), Table 1.7, σελ. 85.
19. Βλ. OECD (2011β), σελ. 121 και 127.
20. Βλ. Εθνική Αναλογιστική Αρχή (2008), Πίνακας 4, σελ. 16.
21. Υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία στα οποία δεν υπάρχει ανώτατο όριο εισοδήματος για τον υπολογισμό των εισφορών με συντελεστές σχεδόν διπλάσιους από του ΙΚΑ. Βλ. επίσης την υποσημείωση 7 σχετικά με την κατώτατη σύνταξη.
22. Βλ. OECD (2011β), Figure 3.3, σελ. 55.
23. Βλ. Εθνική Αναλογιστική Αρχή (2012), Πίνακας 9, σελ. 18.
24. Βάσει του ορισμού που χρησιμοποιεί η Eurostat, το όριο της σχετικής ένδειας αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος.
25. Βλ. OECD (2012), Table 4.1, σελ. 105. Εξαίρεση αποτελεί η Τσεχία, με ποσοστό κάλυψης 61,2%.
26. Στη Ν. Ζηλανδία η επιδότηση του τρίτου πυλώνα έχει συνδυαστεί και με τη θέσπιση “αυτόματης εγγραφής” (automatic enrollment).
27. Εξαιρέσεις αποτελούν η Ουγγαρία (45,4%) και η Σλοβακία (43,9%). Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση καταργήθηκε στο τέλος του 2010, ενώ στη Σλοβακία έχει πάψει να είναι υποχρεωτική από την 1.1.2008.
28. Βλ. OECD (2012), Figure 4.5a, σελ. 112, Figure 4.5b, σελ. 113 και Figure 4.8, σελ 115.
29. Βλ. OECD (2012), Table 4.2, σελ. 108.
30. Βλ. OECD (2012), σελ. 20-21.
31. Βλ. OECD (2012), Table 3.5, σελ. 92 και Figure 3.6, σελ. 96.
Βιβλιογραφία
• Borsch-Supan, A. and P. Tinios (2001), “The Greek Pension System: Strategic Framework for Reform”, in Bryant, R.C., N.C. Garganas and G.S. Tavlas (eds.), Greece’s Economic Performance and Prospects, Bank of Greece & The Brookings Institution.
• Εθνική Αναλογιστική Αρχή (2008), Ελλάδα, Εθνικό Δελτίο Δαπανών για Συντάξεις 2008.
• Εθνική Αναλογιστική Αρχή (2012), Greek Pension System Fiche – European Commission Economic Policy Committee Ageing Working Group Ageing Projections Exercise 2012.
• European Commission (2001), “Budgetary challenges posed by ageing populations: the impact on public spending on pensions, health and long-term care for the elderly and possible indicators for the long-term sustainability of public finances”, EPC/ECFIN/655/01-EN final, Brussels, 24 October 2001.
• European Commission (2006), “The impact of ageing on public expenditure: projections for the EU25 Member States on pensions, health care, long-term care, education and unemployment transfers (2004-2050)”, European Economy, Special Report No. 1/2006.
• European Commission (2008), “The 2009 Ageing Report – Underlying assumptions and projection methodologies”, European Economy, 7/2008.
• European Commission (2009), “2009 Ageing Report – Economic and budgetary projections for the 27 EU Member States (2008-2060)”, European Economy, 2/2009.