Ασφάλιση Πιστώσεων και η ρήτρα «Αξιώσεις που θα προβληθούν»
Σε προηγούμενο τεύχος (Φύλλο 444 της 1ης Σεπτεμβρίου 2014) αναφερθήκαμε στην απόφαση του Αρείου Πάγου 854/2014, σχετικά με το κύρος της ρήτρας “Claims Made Policy” ή «αξιώσεις που θα προβληθούν», στις επαγγελματικές ασφαλίσεις και ειδικότερα στις ασφαλίσεις πιστώσεων.
Το ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση εκείνη παρέπεμψε προς κρίση τους πρώτο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης τής με αριθμό 111/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος, για λόγους ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού Δικαίου, στην Ολομέλεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόφαση εκείνη ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι υφίσταται ζήτημα γενικότερου συμφέροντος ως προς το κύρος της ανωτέρω ρήτρας στις ασφαλιστικές συμβάσεις επαγγελματικών κινδύνων.
Η Ολομέλεια κλήθηκε να κρίνει επί της ορθής ή μη ερμηνείας των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 8, 7 παρ. 1 έως 6, 13 παρ. 3 και 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, καθώς και του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα στις περιπτώσεις ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης για την απαλλακτική υπέρ του ασφαλιστή ρήτρα “claims made policy”.
Ήδη, με απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε μεταξύ άλλων ως ακολούθως (ΑΠ 18/2015 (ΟΛΟΜ), απόσπασμα της δημοσιευθείσας στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος):
(…) κατά τους όρους του ασφαλιστηρίου, οι οποίοι ρητά συμφωνήθηκαν ως προϋπόθεση παραγωγής της αξίωσης της ασφαλισμένης κατά της ασφαλίστριας, αλλά και του είδους της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης…, θεσπίζεται υποχρέωση της ασφαλισμένης για ανακάλυψη της ζημίας και ανακοίνωση αυτής… στην ασφαλίστρια εντός της ουσιαστικής διάρκειας της ασφάλισης.
Επομένως η παραπάνω υποχρέωση της ασφαλισμένης ενάγουσας δεν συνιστά επιπλέον ασφαλιστικό βάρος αυτής, αλλά όρο γέννησης της απαίτησής της για αποζημίωση…
Παρόλα αυτά η ενάγουσα, όπως η ίδια εκθέτει και ομολογεί στην αγωγή της, αντιλήφθηκε για πρώτη φορά την παράνομη δραστηριότητα του υπαλλήλου της… στις 6.7.2006, οπότε και άρχισε ενδελεχή έλεγχο με τα αρμόδια όργανά της προκειμένου να εξακριβώσει την έκταση της ζημίας της και τα εμπλεκόμενα σ’ αυτή πρόσωπα, συνεχίστηκε δε ο έλεγχος μέχρι τις 24.8.2006, οπότε και για πρώτη φορά ανήγγειλε με επιστολή της στην εναγόμενη την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, καλώντας την να προβεί στα δέοντα προκειμένου να της καταβληθεί η ασφαλιστική αποζημίωση.
Επομένως, αφού δεν αμφισβητείται ότι η ενάγουσα πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την παράνομη δραστηριότητα του υπαλλήλου της στις 6.7.2006…, δεν πληρώθηκε η συμφωνηθείσα προϋπόθεση της ανακάλυψης της ζημίας μέσα στην περίοδο της ουσιαστικής διάρκειας της ασφάλισης και συνεπώς δεν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος και δεν γεννήθηκε η αξίωση της ενάγουσας κατά της εναγόμενης από το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης…
Ο παραπάνω όρος (ρήτρα) δεν είναι άκυρος ως καταχρηστικός…, αφού… κατά τα οριζόμενα στο αρθρ. 6 παρ. 7 του ν. 2496/1997 μπορεί με την ασφαλιστική σύμβαση να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση…
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί…, ότι η ανακάλυψη της ζημίας και η γνωστοποίησή της, στην οποία αναφέρεται το επίδικο ασφαλιστήριο, είναι εντελώς διαφορετική από την κατ’ άρθρ. 7 παρ. 1 του ν. 2496/1997 ειδοποίηση του ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως, διότι η μεν ειδοποίηση… συνιστά ασφαλιστικό βάρος, ενώ η ανακάλυψη και γνωστοποίηση, για την οποία κάνει λόγο το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ανάγεται σε προϋπόθεση για την ευθύνη του ασφαλιστή, δηλαδή δεν έχει επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος, αν δεν ανακαλυφθεί και δεν γνωστοποιηθεί η ζημία κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου”. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε με όμοιο τρόπο.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 8, 7 παρ. 1-6, 13 παρ. 3, 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997 και 361 του ΑΚ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τους παραπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτο και τρίτο των λόγων της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αυτοί, να αναπεμφθεί δε κατά τα λοιπά η υπόθεση στο Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι δύο λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την παραπεμπτική απόφασή τους. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ