Αντιπροσώπευση ασφαλιστικών με έδρα εκτός ΕΕ και ΕΟΧ
Στα πλαίσια της διασυνοριακής απελευθέρωσης των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, στις οποίες εντάσσονται και οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, η ασφάλιση προσφέρεται κατά βάσιν από εταιρείες με έδρα εντός Ελλάδος (ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες), αλλά και εταιρείες με έδρα εντός της ΕΕ ή εντός ΕΟΧ, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης (μέσω υποκαταστημάτων και ασφαλιστικών πρακτόρων), είτε ευκαιριακά υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς επίσης και με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως πώλησης (όπου και όπως αυτό προβλέπεται από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο), ή μέσω διαμεσολαβούντων προσώπων και με την τήρηση των προϋποθέσεων, οι οποίες ισχύουν για την επέκταση των δραστηριοτήτων των εταιρειών αυτών διασυνοριακά.
Σε πολύ μικρότερο ποσοστό, η παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών γίνεται και από ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν έδρα εκτός ΕΕ και ΕΟΧ και οι οποίες κατά το ΝΔ 400/1970 πληρούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη εργασιών εντός της ελληνικής επικράτειας, μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
Οι ασφαλιστικές αυτές εταιρείες, για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σύμφωνα με την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία για την ιδιωτική ασφάλιση, είναι υποχρεωμένες, πέραν των λοιπών προϋποθέσεων, να διορίζουν νόμιμο αντιπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για την Ελλάδα.
Αν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, τότε αυτό θα πρέπει να έχει έδρα στην Ελλάδα και θα πρέπει να ορίσει φυσικό πρόσωπο, το οποίο να κατοικεί στην Ελλάδα και να εκπληρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 παρ. ιδ. και 16 παρ. 2 του ΝΔ 400/1970.
Σχετικά με το καθεστώς της αντιπροσώπευσης των εταιρειών αυτών, νομικό και πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1569/2014, δημοσιευμένη στο ΔΕΕ, 2015, τεύχος 2 σελ. 166), σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, το Ανώτατο Δικαστήριο όρισε:
(…) Κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του ΝΔ 400/1970, αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που δεν έχει την έδρα της σε κράτος μέλος της ΕΕ και του ΕΟΧ μπορεί να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στην Ελλάδα με μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου, μετά από σχετική άδεια του Υπουργού Εμπορίου για την εγκατάσταση και λειτουργία της, η οποία χορηγείται, εφόσον πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις και διορίσει νόμιμο αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα, όπου αυτός πρέπει να έχει και την έδρα του, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, ο αντιπρόσωπος της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης την εκπροσωπεί δικαστικώς και στις σχέσεις της με την ελληνική κυβέρνηση, υπογράφει κάθε ασφαλιστήριο που αφορά τις ασφαλίσεις του άρθρου 4 του αυτού νόμου και υπέχει την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εκπροσώπου των ημεδαπών ασφαλιστικών εταιριών. Συνάγεται έτσι ότι ο νόμιμος αντιπρόσωπος της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης είναι άμεσος αντιπρόσωπός της στην Ελλάδα, κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ και συνεπώς, αν πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο δικαιούχος του ασφαλίσματος δεν έχει αξίωση κατ’ αυτού, αλλά μόνο κατά της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που καλύπτει με τη σύμβαση ασφάλισης τον σχετικό κίνδυνο, αφού ο νόμιμος αντιπρόσωπός της δεν είναι ο ίδιος υποκείμενο της έννομης σχέσης της ασφάλισης, που σημαίνει ότι αν η αγωγή για καταβολή του ασφαλίσματος ασκηθεί κατ’ αυτού, θα απορριφθεί ως παθητικά ανομιμοποίητη (…).
(…) Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο έκρινε απορριπτέα την ένδικη αγωγή, στρεφόμενη κατά της αναιρεσίβλητης, λόγω έλλειψης ως προς αυτή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης.
Ειδικότερα το Εφετείο, κατά παραδοχή του πρώτου πρόσθετου λόγου της έφεσης της αναιρεσίβλητης, που, όπως ορθά έκρινε, αφορά σε ισχυρισμό της παραδεκτά για πρώτη φορά προβαλλόμενο στην κατ’ έφεση δίκη, αφού η νομιμοποίηση διαδίκου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, δέχθηκε ότι, κατά τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, η αναιρεσίβλητη δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, «καθόσον είναι νόμιμη αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΧΧΧ και συνεπώς ξένη προς τα αποτελέσματα της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης, τα οποία επήλθαν αμέσως υπέρ και σε βάρος μόνον της αντιπροσωπευόμενης αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας…, στο όνομα της οποίας επιχειρήθηκε μέσω της αντιπροσώπου της (αναιρεσίβλητης) η δικαιοπραξία…». Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 και 2, 22 του ΝΔ 400/1970, 211 του ΑΚ και 68 του ΚΠολΔ. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ