Ανοσοθεραπεία: Eλπίδα για την καταπολέμηση του καρκίνου
Σημαντικές προκλήσεις και για τον ασφαλιστικό κλάδο, και ειδικότερα για τους ασφαλιστές Ζωής και Υγείας, σηματοδοτεί η νέα αυτή θεραπευτική προσέγγιση στη μάχη κατά του καρκίνου.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα της θεραπείας είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά για κάποιους συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, ωστόσο η επιστήμη δεν μπορεί ακόμα να προβλέψει τι είδους ανοσοθεραπεία είναι κατάλληλη για τον κάθε ασθενή ούτε ποιο είδος καρκίνου μπορεί να θεραπευτεί.
Για τις ασφαλιστικές εταιρείες, δημιουργούνται νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες: οι ατομικές ανοσοποιητικές θεραπείες είναι σημαντικά δαπανηρές αλλά, από την άλλη, ο ασφαλιστής που αρνείται να τις καλύψει θέτει τη φήμη του σε σοβαρό κίνδυνο.
Οι ειδικοί της Munich Re επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι ο ασφαλιστικός κλάδος πρέπει να παρακολουθεί αυτή τη θετική εξέλιξη στη μάχη κατά του καρκίνου πολύ στενά και τακτικά, για να τροποποιεί και να επικαιροποιεί τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τους κινδύνους και τις απώλειες.
Μόνο στη Γερμανία, περίπου 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κάποια μορφή καρκίνου. Η Ελβίρα ήταν ένας από αυτούς. Το 2005, η 36χρονη τότε κτηματομεσίτρια είχε διαγνωστεί με τη νόσο του Hodgkin. Μετά την υποβολή της σε χημειοθεραπεία τα πράγματα ήταν αρχικά καλά –έως ότου ο καρκίνος επέστρεψε ενάμιση χρόνο αργότερα. Αυτό ήταν ένα σοκ για την Ελβίρα, η οποία διαπίστωσε ότι πλέον ανήκε σε μια ομάδα ασθενών για τους οποίους μέχρι τώρα υπήρχε μικρή ελπίδα να βρουν μια θεραπεία.
Επαναστατική θεραπεία για τον καρκίνο
Η κτηματομεσίτρια στάθηκε… τυχερή μέσα στην ατυχία της. Της δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει νέα φάρμακα και να λάβει μέρος σε μια πειραματική ανοσοθεραπεία. Η αποτελεσματικότητα αυτής της μορφής θεραπείας στην περίπτωση της, υποτίθεται, ανίατης νόσου του Hodgkin, καταδείχθηκε πρόσφατα από μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, η ανοσοθεραπεία βελτιώνει την υγεία του 87% των ασθενών με νόσο του Hodgkin και εξαλείφει τον καρκίνο εντελώς σε 26% των περιπτώσεων –όπως συνέβη με την Ελβίρα.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα αποτελέσματα, ορισμένοι παρατηρητές μιλούν για μια επανάσταση στη θεραπεία του καρκίνου. Αυτό μπορεί να ισχύει για τη νόσο του Hodgkin, αλλά δεν μπορούν να συναχθούν γενικεύσεις από αυτή τη μελέτη. Αντιθέτως: τα αποτελέσματα της θεραπείας διαφέρουν σημαντικά, ανάλογα με τον τύπο και τη σοβαρότητα του καρκίνου και μπορεί να ποικίλλουν ευρέως από ασθενή σε ασθενή. Η συγκεκριμένη θεραπεία λειτουργεί για μερικούς, αλλά σε άλλους προκαλεί μερικές φορές επιπλέον σοβαρές επιπλοκές. Πώς μπορεί, λοιπόν, να εξηγηθεί μια τέτοια ποικιλία αποτελεσμάτων και αντιδράσεων και τι αφορά πραγματικά η ανοσοθεραπεία;
Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού είναι το “κλειδί”
Το ανοσοποιητικό μας σύστημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και λειτουργεί με μηχανισμούς ελέγχου, η γνώση των οποίων μέχρι τώρα ήταν μόνο υποτυπώδης. Κύτταρα γνωστά ως κύτταρα Τ παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Αυτά τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν να αναγνωρίσουν και να εξαλείψουν εισβολείς, όπως ιούς, βακτήρια, ακόμη και καρκινικά κύτταρα. Κατά συνέπεια, τα κύτταρα Τ ενεργοποιούν μια ελεγχόμενη ανοσολογική απόκριση. Αυτή πρέπει να είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να καταστρέψει όλα τα επιβλαβή κύτταρα, χωρίς να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στα υγιή κύτταρα του οργανισμού.
Η δραστικότητα των κυττάρων Τ ελέγχεται μέσω των ανοσοποιητικών μορίων. Αυτά επιδρούν είτε με ενεργοποίηση (διεγερτικά) είτε με αποκλεισμό (ανασταλτικά) στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος –και ασκούν μια επίδραση ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές όπου τα κύτταρα Τ αλληλεπιδρούν με καρκινικά κύτταρα, για παράδειγμα.
Στην ιατρική, οι περιοχές όπου λαμβάνουν χώρα αυτές οι αλληλεπιδράσεις καλούνται ανοσοποιητικά σημεία ελέγχου. Κάθε κύτταρο Τ έχει εκατοντάδες τέτοια σημεία ελέγχου και τα χρησιμοποιεί για να διερευνήσει συστηματικά τα μόρια των άλλων κυττάρων και να εξακριβώσει την ταυτότητά τους. Αν όλα τα σημεία ελέγχου του ανοσοποιητικού εγγραφούν ως ενδογενή, δηλαδή ως ανοσοκατασταλτικά μόρια, το κύτταρο Τ παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας. Ενεργοποιείται, ωστόσο, μόλις εντοπισθούν βλαβερά μόρια στα πρώτα ανοσοποιητικά σημεία ελέγχου –η δύναμη της ανοσολογικής απόκρισης αυξάνει σε σχέση με τον αριθμό των σημείων ανοσοποιητικού ελέγχου, κρούοντας τον συναγερμό ταυτόχρονα για κάθε κύτταρο Τ.
Νικώντας τον καρκίνο με τις δικές του στρατηγικές
Γιατί ο μηχανισμός αυτός δεν λειτουργεί πάντα και τι προκαλεί τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό οδήγησε στη συνειδητοποίηση που τελικά επέφερε μια σημαντική ανακάλυψη στην ανοσοθεραπεία. Ήταν η συνειδητοποίηση ότι ορισμένα καρκινικά κύτταρα μεταμφιέζονται, μιμούμενα ενδογενή μόρια. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για τα ανοσοποιητικά σημεία ελέγχου. Το κύτταρο Τ δεν αφυπνίζεται και παραμένει ανενεργό.
Η ανοσοθεραπεία χρησιμοποιεί τώρα μια παρόμοια στρατηγική, αλλά με αντίθετους στόχους. Η ιατρική και φαρμακευτική έρευνα είναι σε θέση, για πρώτη φορά, να αναπτύξουν εξατομικευμένα αντισώματα, χρησιμοποιώντας νέες μοριακές γενετικές μεθόδους. Έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε είτε να αναγνωρίζονται ψευδώς από τα ανοσοποιητικά σημεία ελέγχου ως ειδικά μόρια του όγκου, ενισχύοντας έτσι την αντίδραση του ανοσοποιητικού, είτε να μπλοκάρουν ορισμένους υποδοχείς για ανασταλτικά μόρια στα ανοσοποιητικά σημεία ελέγχου και έτσι να αυξήσουν τους μηχανισμούς άμυνας των κυττάρων Τ.
Πλεονεκτήματα και υπάρχοντες περιορισμοί της ανοσοθεραπείας
Ακόμα κι αν η ανοσοθεραπεία θεωρείται σήμερα ένας τέταρτος πυλώνας της θεραπείας του καρκίνου μαζί με τη χειρουργική επέμβαση, την ακτινοθεραπεία και τη χημειοθεραπεία, είμαστε ακόμη στην αρχή ενός πολύ μεγάλου ταξιδιού. Είναι αλήθεια ότι η επιτυχία που επιτεύχθηκε με τη νόσο του Hodgkin και άλλες μορφές καρκίνου, όπως το μελάνωμα, υπήρξε αξιοσημείωτη. Και οι ασθενείς που ανταποκρίνονται καλά στις νέες θεραπείες –δυστυχώς, υπάρχουν και πολλοί άλλοι– δεν χρειάζεται να φοβούνται τυχόν μόνιμες παρενέργειες, όπως συμβαίνει με τις συμβατικές θεραπείες για τον καρκίνο.
Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι η επιστήμη δεν μπορεί ακόμα να προβλέψει τι είδους ανοσοθεραπεία είναι κατάλληλη για τον κάθε ασθενή, ούτε ποιο είδος καρκίνου μπορεί να θεραπευτεί. Το θέμα αυτό, μαζί με την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία της θεραπείας σε κάθε άτομο, θα καθοριστεί από τους μοριακούς μηχανισμούς, που είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι. Ερωτήσεις που αφορούν τις ίδιες τις θεραπευτικές ουσίες είναι εξίσου βαρύνουσας σημασίας: η ακριβής επίδραση που έχουν στο ανοσοποιητικό σύστημα δεν έχει ακόμη επαρκώς κατανοηθεί. Μια πλειάδα ερωτημάτων δεν έχουν ακόμα απαντηθεί.
Προκλήσεις για τον τομέα των ασφαλίσεων
Υπάρχουν πολλές προκλήσεις ακόμη που πρέπει να αντιμετωπιστούν όσον αφορά στην ανάπτυξη της ανοσοποιητικής θεραπείας –όχι μόνο στην ιατρική επιστήμη και φαρμακολογία, αλλά και στην ασφάλιση ζωής και υγείας. Εδώ ακριβώς οι πάροχοι αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες. Πάρτε, για παράδειγμα, το κόστος: οι ατομικές ανοσοποιητικές θεραπείες είναι δαπανηρές, καθώς αντιστοιχούν μέχρι και στο 15% των ποσών που δαπανούν οι ασφαλιστές υγείας για τη θεραπεία του καρκίνου. Και ο αριθμός αυτός αυξάνεται. Κάθε ασφαλιστής που αρνείται να καλύψει το κόστος της θεραπείας, λόγω της έλλειψης μακροχρόνιων μελετών ή εγκεκριμένων φαρμάκων, χωρίς να μελετά προσεκτικά το θέμα, βάζει τη φήμη του σε σοβαρό κίνδυνο. Την ίδια στιγμή, η πίεση για μείωση του κόστους θα προσθέσει ένα αυξανόμενο βάρος στα κρατικά συστήματα υγείας και μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει νέα ζήτηση για ασφάλιση, ανάλογα με το πώς είναι οργανωμένη η υγειονομική περίθαλψη σε κάθε χώρα. Η ανταπόκριση σε αυτή τη νέα ζήτηση με κατάλληλα προϊόντα –με τη μορφή της συμπληρωματικής ασφάλισης, για παράδειγμα– είναι ταυτόχρονα και πρόκληση και ευκαιρία για τους ασφαλιστές ζωής και υγείας. Ωστόσο, το κόστος είναι μόνο μία πτυχή. Οι αναμενόμενες αλλαγές στη θνησιμότητα και νοσηρότητα είναι μια δεύτερη σημαντική πτυχή, καθώς όλο και περισσότεροι καρκίνοι εξελίσσονται από θανατηφόρες ασθένειες σε χρόνιες βλάβες.
Ο ασφαλιστικός κλάδος πρέπει να παρακολουθεί αυτή τη θετική εξέλιξη πολύ στενά και τακτικά, για να τροποποιεί και να επικαιροποιεί τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τους κινδύνους και τις απώλειες. Αυτό απαιτεί βαθιά ιατρική και αναλογιστική τεχνογνωσία, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν. Μόνο τότε είναι δυνατόν να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς η ασφαλισιμότητα και να διατηρήσει ως κλάδος τους ίδιους ρυθμούς με την ιατρική έρευνα στο μέλλον.
Πηγή: Munich Re Topics Online – Των Dr. Alban Senn, Medical Consultant bei Munich Re, και Dr. O¨zer Bebek, Senior Medical Consultant.