Άρθρα

Ο Δόλος του Λήπτη της Ασφάλισης ή η Βαριά Αμέλεια ως Λόγος Απαλλαγής του Ασφαλιστή

Ο υπολογισμός του Ασφαλίσματος

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής – M.T.E.Y. (e-mail: [email protected])

Η εύλογα αναμενόμενη επιμέλεια, καθώς και η προσήκουσα συμπεριφορά του λήπτη της ασφάλισης, αλλά και των λοιπών προσώπων, τα οποία ορίζονται από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997 (δικαιούχος της ασφάλισης ή ασφαλισμένος, καθώς και λοιπά πρόσωπα τα οποία ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 7 του ανωτέρω νόμου) είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη διατήρηση της ευθύνης του ασφαλιστή και της εν τέλει υποχρέωσής του για καταβολή του ασφαλίσματος.

Και είναι προφανές ότι η υποχρέωση του ασφαλιστή για αποζημίωση παύει να υφίσταται, δίχως άλλο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται δόλος του λήπτη ή των λοιπών προσώπων του άρθρου 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997, που συνέβαλε στην επέλευση του καλυπτόμενου κινδύνου.

Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, όμως, στις περιπτώσεις που κρίνονται ως προς το εάν υφίσταται βαριά αμέλεια, οπότε τούτο θα πρέπει να προκύψει από τη συγκεκριμένη κάθε φορά στάση, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών που κρίνονται ad hoc.

Σχετικώς, επί του ζητήματος αυτού το Εφετείο Αθηνών σε πρόσφατη απόφασή του (ΕφΑθ 2005/2016, ΔΕΕ, Δεκέμβριος 2016, σελ. 1562 επ.) έκρινε μεταξύ άλλων:

(…) ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997 «ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στην ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στην ασφάλιση προσώπων, μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νομικών αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων τους ή τρίτων, στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης».

Έτσι, επί ασφαλίσεως ζημιών εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη οι κίνδυνοι που πραγματοποιήθηκαν από δόλο ή βαριά αμέλεια οιουδήποτε των ανωτέρω προσώπων, ο κύκλος των οποίων διαγράφεται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της πρόστησης. Βαριά αμέλεια χαρακτηρίζεται η αμέλεια όταν η εκτροπή από τους κανόνες της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας, ήτοι η απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας, είναι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ασυνήθιστα σοβαρή (ΑΠ 765/2009, 2165 και 2010, 715 και ΕΕμπΔ 2009, 586, ΑΠ 1137/2008 ΝοΒ 2008, 2445, ΕΕμπΔ 2009 , 79 και Αρμ. 2009, 709). Όταν, δηλαδή, ο δράστης, εξαιτίας μεγάλης αδιαφορίας ή απερισκεψίας του, δεν προέβλεψε την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος ή προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει και έτσι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή του (ΑΠ 1137/2008 ο.π.).

Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης, όταν δεν υφίσταται ειδική συμφωνία καθορισμού της αξίας του καλυπτόμενου από την ασφάλιση πράγματος. Σχετικώς το δικαστήριο έκρινε: (…) Εξάλλου, το άρθρο 16 Ν. 2496/1997 ορίζει ότι στην ασφάλιση κατά ζημιών πραγμάτων, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία του πράγματος ή, αν δεν υπάρχει η αξία αυτού, η συνηθισμένη αξία του κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (παρ. 1). Το ασφάλισμα καθορίζεται από την αντιπαραβολή της αξίας του πράγματος πριν και μετά την πραγματοποίηση του κινδύνου (παρ. 2), ενώ ο ασφαλιστής μπορεί με ξεχωριστή συμφωνία, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, να προβεί σε αποτίμηση της ασφαλιστικής περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή, το ασφάλισμα υπολογίζεται με βάση την αξία της αποτίμησης. Η εν λόγω συμφωνία μπορεί να προσβληθεί μόνο για πλάνη, απάτη, απειλή ή εικονικότητα (παρ. 3). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων του άρθρου τούτου, αντίστοιχων προς τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 208 παρ. 13 του ΕμπΝ, ο ασφαλιστής στερείται του δικαιώματος να αποδείξει μικρότερη αξία του πράγματος (το οποίο αφορά το ασφαλισθέν συμφέρον του ασφαλισμένου), στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο ασφαλιστής διόρισε πραγματογνώμονα, ο οποίος προσδιόρισε την αξία του πράγματος και, στη συνέχεια, η αποτίμηση αυτή δηλώθηκε από τον ασφαλιστή στον αντισυμβαλλόμενό του κατά την κατάρτιση της οικείας έγγραφης ασφαλιστικής σύμβασης, ο δε αντισυμβαλλόμενός του ασφαλισμένος αποδέχθηκε τη δήλωση αυτή, με αποτέλεσμα να συναφθεί η σύμβαση που απαιτεί η ανωτέρω διάταξη περί αποτίμησης της αξίας του πράγματος (…).

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας